Μάθημα : Phil-Man: Επιχειρηματική Ηθική και Ηθική των Διαπραγματεύσεων
Κωδικός : PHILOSOPHY1037
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ
Αγαπητοί μου Σπουδαστές,
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ
- Μελέτη:
- Σημειώσεις μαθήματος: προς ανάρτηση στην ηλεκτρονική τάξη.
- Ανασκόπηση: ακολουθεί.
- Σύγγραμμα: Κεφάλαιο 3 & 6 & 7
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
Για άλλη μια φορά η συζήτησή μας ήταν ιδιαίτερα έντονη και η ένταση αυτή μας οδήγησε αναπόφευκτα σε βάθη που δεν είχα απαραίτητα προγραμματίσει να διερευνήσουμε· και χαίρομαι γι’ αυτό. Μάλλον τείνει να γίνει αυτό ο κανόνας πλέον…
ΗΘΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ: ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ & ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας για αυτό που είχαμε αρχικά ονομάσει ως «κανονιστική ηθική», δηλαδή τη μελέτη θεωριών που ορίζουν με κάποια γενικότητα πότε μία πράξη θα είναι καλή ή κακή.
Η φυσικότερη και συνηθέστερη αφετηρία είναι εκείνη των συνεπειοκρτατικών (consequentialism) θεωριών – γνωστότερη εκ των οποίων ο ωφελιμισμός (utilitarianism) – που ορίζουν το καλό και το κακό βάσει των συνεπειών της πράξης. Είναι η φυσικότερη αφετηρία καθώς ήδη έχουμε επισημάνει ως δική μας αφετηρία για την κατανόηση της ηθικής τις αρχές της υπέρβασης και της συμμετρίας: δηλαδή ότι για να μιλήσουμε για καλό ή κακό θα πρέπει να εξετάσουμε το όφελος ή τη ζημία σε άλλους χωρίς (αιτιολογημένη) διάκριση.
Στις συνεπειοκρατικές θεωρίες το κριτήριο ηθικής αξιολόγησης είναι το περισσότερο καλό και/ή λιγότερο κακό στους άλλους, ενώ στη ωφελιμιστική θεωρία ειδικότερα το καλό/κακό ορίζεται σε σχέση με την ευτυχία/πόνο αντίστοιχα, χωρίς όμως να είναι καν σαφές τι είναι αυτά. Μάλιστα σε πιο εξειδικευμένες μορφές του ωφελιμισμού τίθεται και μία ιεράρχηση μεταξύ των διαφόρων μορφών ευτυχίας, όπως η πνευματική αναζήτηση ως ανώτερη της ηδονιστικής αναζήτησης. Κατ’ αρχάς λοιπόν φαίνεται πως η προσέγγιση αυτή είναι φυσική επέκταση των θεμελιωδών αρχών της ηθικής όπως τις έχουμε ήδη ορίσει. Ωστόσο, υφίστανται πολλοί προβληματισμοί τους οποίους θα πρέπει να εντοπίσουμε [Σημείωση: Εξυπακούεται πως η ανάπτυξη φιλοσοφικών θεωριών, πολλώ μάλλον θεωριών ηθικής σε κάποια γενικότητα θα προσκρούει σε πολλά νοητικά εμπόδια λόγω της πολυπλοκότητας της φύσης του προβλήματος. Ο εντοπισμός των προβλημάτων δεν καταρρίπτει τις θεωρίες που έχουν διαχρονική απήχηση και στιβαρά θεμέλια· μας βοηθά στο να βελτιώσουμε της σκέψη και να προχωρήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος.]
Πρώτο πρόβλημα είναι ο εντοπισμός των άλλων. Ενώ είναι σαφές από τη διατύπωση της βασικής συνεπειοκρατικής αρχής πως δεν αφορά τον εαυτό (ίδιο συμφέρον) αφού αναφέρεται στο περισσότερο καλό (εννοώντας στου περισσότερους), ωστόσο αν αυτό περιορίζεται σε μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (ένα καλά ορισμένο σύνολο ανθρώπων) τότε δημιουργούνται δύο ενστάσεις: (α) αφενός δεν συζητάμε για ουσιαστική υπέρβαση στο βαθμό που ωφελούμαστε εμμέσως από την ένταξη στην ομάδα και (β) είναι σαφής η διάκριση μεταξύ των εντός και των εκτός της ομάδας. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν γίνεται αναφορά στο «κοινό καλό» της ομάδας και αυτό είναι αντικείμενο της πολιτικής και όχι της ηθικής.
Και αν ακόμα ξεπεράσουμε το ανωτέρω πρόβλημα συναντούμε το εμπόδιο της αλγεβρικής σύμπτυξης: θα πρέπει να αθροίσουμε όλα τα καλά σε όσους τα εισπράττουν και να αφαιρέσουμε όλα τα κακά σε όσους ζημιώνονται και να υπολογίσουμε το συνολικό υπόλοιπο. Ωστόσο, ήδη από τις μεταηθικές μας σκέψεις είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν μπορούμε να συμψηφίζουμε το καλό με το κακό καθώς είναι διακριτές αξιολογήσεις που δεν βρίσκονται στην ίδια κλίμακα: πχ. το ότι σώζω 10 ανθρώπους δεν με απαλλάσσει ηθικά (και νομικά, φυσικά) από το να σκοτώσω έναν… Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η αριθμητική όσο η άλγεβρα: το αν δώσουμε μία αριθμητική απεικόνιση στο καλό και το κακό (δηλαδή σε μία κλίμακα έντασης) όχι μόνο δεν είναι απαραίτητα προβληματικό αλλά στην πράξη το κάνουμε ήδη για χιλιάδες χρόνια χωρίς την παραμικρή ένσταση στο πεδίο του ποινικού δικαίου: αξιολογούμε την ένταση του εγκλήματος και αυτό αντανακλάται στο αριθμητικό μέγεθος της ποινής. Φυσικά, χάνονται πλείστες πληροφορίες με αυτή την απεικόνιση αλλά το ίδιο ισχύει σε οποιαδήποτε πνευματική ενασχόληση (π.χ. η μέτρηση στις επιστήμες), αλλά το επιστημολογικό ζήτημα που ανακύπτει, δεν αφορά αμιγώς την ηθική αλλά την ανθρώπινη σκέψη γενικότερα. Η αλγεβρική πράξη ωστόσο, δηλαδή να προσθέσουμε εντάσεις καλών, πολλώ μάλλον να αφαιρέσουμε από καλά κάποια κακά είναι βαθύτητα προβληματική και απευκταία.
Ένα ακόμα πρακτικό πρόβλημα με τις συνεπειοκρατικές θεωρίες είναι η συλλογή των απαραίτητων στοιχείων που απαιτούνται προκειμένου να γίνει η προαναφερόμενη αλγεβρική πράξη. Είναι πρακτικά σπάνιο εκτός πολύ ειδικών περιπτώσεων να έχουμε τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να προχωρήσουμε στην αξιολόγηση αυτή και, ως εκ τούτου, η αξιολόγηση που προκύπτει είναι συχνά αίολη. Ταυτόχρονα, ακόμα και όταν υφίστανται τα στοιχεία και η εν λόγω αξιολόγηση μπορεί να αποτελέσει μία καλή προσέγγιση των βασικών ηθικών αρχών που έχουμε ορίσει, η εμβέλεια και χρησιμότητα της θεωρίας περιορίζεται αισθητά, κατ’ ούσιαν μόνο στις περιπτώσεις αυτές.
Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκαν κανονιστικές συνειπειοκρατικές θεωρίες που αξιολογούν ηθικά μία πράξη όχι με βάση τα αποτελέσματά της αυτά καθ’ αυτά, αλλά με βάση τη γενίκευσή της. Με αφαιρετική σκέψη αφαιρούμε σταδιακά τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης πράξης υπό εξέταση και προκύπτει μια γενικότερη «πράξη» τις οποίας τα αποτελέσματα ελέγχουμε με τον προαναφερόμενο συνεπειοκρατικό τρόπο. Με τη μέθοδο αυτή γενικεύουμε το συμπέρασμα και αυξάνουμε την εμβέλεια της αξιολόγησης. Όπως όμως προέκυψε από εύστοχο ερώτημα/παρατήρηση συναδέλφου σας, όσο αυξάνουμε την αφαίρεση (και άρα τη γενίκευση) αρχίζει και γίνεται δυσκολότερη η ίδια η αξιολόγηση: π.χ. το ψέμα του γιατρού στα ασθενή για το καλό του, σε σχέση με το ψέμα του ειδικού στον πελάτη του για το καλό του, σε σχέση με το ψέμα κάποιου σε κάποιον για το καλό του…
Ωστόσο υφίσταται και ένα ακόμα βαθύτερο πρόβλημα με τον συνεπειοκρατισμό οποιασδήποτε μορφής, τη φύση του οποίου μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα εξετάζοντας την νομική (ποινική) απαξία [Σημείωση: Όπως τόνισα, η ηθική και η νομική ανάλυση είναι δύο διακριτές διαδικασίες και επιτελούν διακριτούς σκοπούς. Το γεγονός πως εδράζουν και οι δύο στη λογική, όπως άλλωστε κάθε πνευματική διεργασία, και πως αφορούν κάποιας μορφής απαξία (στην περίπτωση του ποινικού δικαίου και της αρνητικής ηθικής) δεν τις καθιστούν ταυτόσημες. Ωστόσο, μας επιτρέπουν την άντληση αναλογιών, πάντα όμως με την επιφύλαξη και υπό το πρίσμα της διάκρισής τους.] Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην αναγκαιότητα για κάποιας μορφή δόλο (εν προκειμένω απλοποιούμε στην έννοια της πρόθεσης) προκειμένου για ποινική απαξία στην συντριπτική πλειοψηφία των αδικημάτων. Ο κακός δόλος είναι απαραίτητος για την καταδίκη ενώ το κακό αποτέλεσμα, παραδόξως, δεν είναι! Ωστόσο πράξη είναι απαραίτητη. Η καταδίκη λοιπόν προκύπτει όταν υφίστανται και τα δύο (πλήρες αδίκημα) αλλά ακόμα και όταν υφίσταται μόνο κακός δόλος αρκεί να έχει επιχειρηθεί και πράξη που θα επέφερα το κακό αποτέλεσμα το οποίο δεν επήλθε εν τέλει (απόπειρα αδικήματος) [Σημείωση: συνεπώς δεν αναφερόμαστε σε δίκη ή καταδίκη προθέσεων αλλά προθέσεων και πράξεων καίτοι αποτυχημένων].
Αναλογικά σκεπτόμενοι, λοιπόν, θα πρέπει να συμπληρώσουμε στην ηθική μας σκέψη, είτε θετική είτε αρνητική, και την πρόθεση του δράστη σε συνδυασμό με την πράξη του, έστω και αν δεν επήλθε εν τέλει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Υπό αυτή την έννοια, οι συνεπειοκρατικές θεωρίες όχι μόνο δεν είναι πλήρεις αλλά τους λείπει η σημαντικότερη εκ των δύο αναγκαίων παραμέτρων (πρόθεση και πράξη) και δίνουν έμφαση μόνο στο αποτέλεσμα, το οποίο παρεμπιπτόντως θα μπορούσε να έχει προκληθεί τυχαία. [Σημείωση: Μία συνήθης κριτική του ωφελιμισμού είναι η έκφραση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» την οποία παρασυρόμενος σας μετέφερα και εγώ ως έγκυρη. Ωστόσο, ήδη κατά τη χθεσινή συζήτησή και εν τη ρύμη του λόγου μας διαπίστωσα πως εν τέλει δεν αποτελεί έγκυρη κριτική καθώς ο σκοπός δεν αποτελεί συνεπειοκρατικό κριτήριο. Αυτό που υποθέτω θέλει να εκφράσει αυτή η ρήση είναι πως ο συγκεκριμένος σκοπός του τελικού αποτελέσματος το οποίο επιδιώκεται και επήλθε είναι το μόνο σημαντικό και ο τρόπος με τον οποίο προήλθε είναι αδιάφορος αφού ακόμα και αν έχει προκαλέσει κάποιο κακό υπερτερεί εν τέλει το συνολικό θετικό αποτέλεσμα. Η σύγχυσή μου εδράζει στο γεγονός πως η φράση στα Αγγλικά είναι “The ends justify the means” όπου εκεί πράγματι γίνεται αναφορά στο αποτέλεσμα. Απολογούμαι για την σύγχυση που σας προκάλεσα.]
Αντιθέτως, η δεοντολογική προσέγγιση δίνει έμφαση όχι μόνο στην πρόθεση αλλά και στην τρόπο επίτευξης του αποτελέσματος. Το δεύτερο προκύπτει φυσικά από την αντίληψη πως ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί μέσο για επίτευξη σκοπού, παρά μόνο με τη βούλησή του (δηλαδή και πάλι η θεμελιώδης έννοια της συναίνεσης). Το πρώτο προκύπτει φυσικά από την γνωστή «κατηγορική προσταγή» η οποία αναζητεί την αιτιολογία της ελεγχόμενης πράξης (δηλαδή την υφιστάμενη πρόθεση του δράστη) και η οποία αν αναχθεί σε παγκόσμιο κανόνα θα πρέπει να είναι κοινά αποδεκτή.
Παραμένει όμως ζητούμενο στη δεοντολογική θεωρία το κριτήριο βάσει του οποίου θα αποφασισθεί το τι είναι κοινά αποδεκτό. Στο σημείο αυτό επιστρέφουμε όμως φυσικά στην αλληλεπίδραση μεταξύ της διαίσθησής μας και της κριτικής σκέψης:
- πρώτα εντοπίζουμε την πράξη
- μετά αναζητούμε την υποβόσκουσα αιτιολόγηση της πράξης
- την ανάγουμε σε γενικό κανόνα συμπεριφοράς
- δημιουργούμε διαισθητικά μία πρώτη ηθική αξιολόγηση του κανόνα αυτού
- επιχειρηματολογούμε επ’ αυτού
- υποβάλλουμε το επιχείρημά μας σε δημόσια κρίση (στο κύκλο ηθικής εμβέλειάς μας)
- αναθεωρούμε ή ενισχύουμε την πεποίθησή μας για την αξιολόγηση…
ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ & ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Ευθύς μετά ανοίξαμε το κεφάλαιο του ηθικού ανθρωπισμού το οποίο άλλωστε είχαμε ήδη αποδεχθεί με βάση της αρχικές μεταηθικές μας σκέψεις. Ο άνθρωπος είναι στο κέντρο της ηθικής ανάλυσης ως αναλυτής (στοχαστής), ως ο δράστης της υπό αξιολόγηση πράξης και ως έχων την ηθική υπόσταση (το αντικείμενο της πράξης και ο δέκτης των αποτελεσμάτων). [Σημείωση: επέκταση του τελευταίου θα προκύψει στην επόμενη συνάντησή μας ή ίσως και όχι.]
Ο ηθικός ανθρωπισμός όμως εστιάζει ειδικότερα στο τελευταίο σκέλος, δηλαδή την ηθική μας υπόσταση και πρωτίστως στα δικαιώματα που ενδεχομένως έχουμε αποκλειστικά και μόνο από την ανθρώπινη φύση μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η χάρτα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξετάσαμε η οποία, με τις επιφυλάξεις σχετικά με την εμβέλειά τους που συζητήσαμε, περιγράφει αρκετά αναλυτικά διάφορα δικαιώματα που «έχουμε» ως άνθρωποι.
Είναι σαφές πως τα όποια αυτά δικαιώματα δεν προκύπτουν από τη φύση, η οποία έχει πολύ συγκεκριμένους μηχανισμούς λειτουργίας κανένας εκ των οποίων δεν περιλαμβάνει τα εν λόγω δικαιώματα [Σημείωση: Αν όμως αποδεχθούμε μία αυστηρά ντετερμινιστική θεωρία – βλέπε και αργότερα – τότε η έννοια των δικαιωμάτων, οι θεωρίες που τα ασπάζονται, η προαναφερομένη χάρτα, και ακόμα και η παρούσα συζήτηση είναι αποτελέσματα της φύσης, στην οποία περίπτωση τα δικαιώματα είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας των φυσικών μηχανισμών. Θα πρέπει λοιπόν κατ’ ελάχιστον να διαχωρίσουμε τους φυσικούς μηχανισμούς που περιλαμβάνουν των ανθρώπινο εγκέφαλο και εκείνους που δεν τον περιλαμβάνουν]. Τα δικαιώματα προκύπτουν σαφώς από τη συλλογική ανθρώπινη διάνοια (όπως άλλωστε, οι επιστήμες, τα μαθηματικά, τα νομικά και η φιλοσοφία και η ηθική) και τον στοχασμό περί αυτής και των ανθρώπων. Και γι’ αυτό άλλωστε είναι υπερβατικά, όπως άλλωστε και η ίδια η ηθική. Ωστόσο δεν είναι ούτε σαφή κατά το εύρος τους αλλά ούτε και δεδομένα, ενώ μπορεί να είναι και αντιφατικά.
Τα δικαιώματα δεν είναι σαφή καθώς δεν έχουμε απαραίτητα ορίσει τα όρια: για παράδειγμα δικαίωμα στην εργασία μεν αλλά ποια εργασία και με ποιες απολαβές; Το πρόβλημα αυτό της ασάφειας στον πολύπλοκο κόσμο αφορά κάθε σχετική ανάλυση. Ωστόσο δεν είναι ανυπέρβλητο αν η συζήτηση γίνεται με καλή πίστη προς την εξαγωγή κοινών συμπερασμάτων. Σε κάθε περίπτωση στην επόμενη συνάντησή μας θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε τα όρια αυτά.
Τα δικαιώματα δεν είναι δεδομένα καθώς η απλή και μόνη διακήρυξή τους δεν τα διασφαλίζει καθώς απαιτούνται πόροι που δεν είναι απαραίτητο πως υφίστανται ή υφίστανται επαρκώς. Σε κάθε περίπτωση, οι πόροι αυτοί μπορούν να προέλθουν μόνο μέσω της ανθρώπινης επίδρασης πάνω στη φύση καθώς και την κοινωνική οργάνωση και, ως εκ τούτου, προκύπτει αβίαστα και αδιαμφισβήτητα πως δεν υφίστανται δικαιώματα χωρίς την ταυτόχρονη ευθύνη (καθήκον) για την διασφάλισή τους από εμάς προς εμάς. Το ποιος διασφαλίζει και ποιος απολαμβάνει είναι επίσης σαφές: εμείς (που μπορούμε και θέλουμε να διασφαλίσουμε) προς εμάς (που χρειαζόμαστε και θέλουμε να λάβουμε αλλά και θέλουμε να διασφαλίσουμε όταν μπορούμε). Αυτό δεν σημαίνει πως τα δικαιώματα είναι καθολικά αποδεκτά ηθικά. Σημαίνει όπως πως σε περίπτωση που αποδεχθούμε τα δικαιώματα ηθικά αυτομάτως αποδεχόμαστε και το καθήκον διαφύλαξής τους. Και μάλιστα λόγω της υπερβατικότητας και συμμετρίας της ηθικής, δεν μπορούμε σε ηθικό επίπεδο να διεκδικούμε επιλεγμένα δικαιώματα που συμφέρουν εμάς ή την ομάδα μας και μόνο όταν έχουμε ανάγκη. Αυτή είναι μια κοινωνική διεκδίκηση που είναι καθόλα θεμιτή στα πλαίσια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης αλλά δεν έχει ηθικό έρεισμα. Παράλληλα, η ηθική αυτή θέση (από εκείνους που μπορούν και σε εκείνους που έχουν ανάγκη) δεν ταυτίζεται με καμία πολιτική ιδεολογία καθώς δεν περιλαμβάνει την μεσολάβηση του κράτους ή άλλη οντότητας που θα διασφαλίσει το καθήκον και τα δικαιώματα. Ηθικά, εφόσον ασπαστούμε δικαιωματική ηθική, όλοι μας έχουμε το καθήκον να διασφαλίσουμε (όταν μπορούμε) τα όποια δικαιώματα προς όλους μας (όταν τα χρειαζόμαστε) χωρίς διακρίσεις επί των ανθρώπων. Η μόνη θεμιτή διάκριση, όπως θα δούμε στην επόμενη συνάντησή μας, αφορά στα ίδια τα δικαιώματα, στο βαθμό που οι πόροι είναι περιορισμένοι και τα δικαιώματα (ανάγκες;) ιεραρχήσιμα…
Ολοκληρώσαμε τη συζήτησή μας με τις ψυχολογικές επιπτώσεις του δικαιωματισμού, δηλαδή της πεποίθησης πως τα δικαιώματα είναι αυτονόητα και δεδομένα. Πέραν των προαναφερόμενων ηθικών προεκτάσεων της αντίληψης αυτής, υφίσταται μία σημαντική αντιφατικότητα: ο δικαιωματισμός χρησιμοποιείται ως μέσο απολαβής αλλά είναι πρωτίστως προβληματικός για το ίδιο το άτομο. [Σημείωση: Διαχωρίζουμε το άτομο που εξ ανάγκης απολαμβάνει κάποια δικαιώματα από το άτομο που ασπάζεται τον δικαιωματισμό και τα θεωρεί δεδομένα και αυτονόητα.] Οι βασικότεροι λόγοι, όπως είδαμε, σχετίζονται με την αλλοίωση των προσδοκιών και της αξιολόγησης των καταστάσεων καθώς και, το σημαντικότερο, με την αυτοεκτίμηση και τις συνιστώσες της. Εν τέλει, οδηγεί σε απώλεια επίδρασης (self-efficacy), ελέγχου αλλά και σκοπού (υπαρξιακό άγχος). Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό συνδυάζεται με ναρκισσισμό, ο οποίος όταν αναχθεί σε παθολογικό επίπεδο, είναι καταστροφικός για το άτομο.
Συγκράτησα, δε, μία δήλωση ενός συναδέλφου σας σχετικά με τις πιεστικές και αγχωτικές προσδοκίες της κοινωνίας για «τελειότητα», τις οποίες θεωρητικά βιώνουμε όλοι μας. Ωστόσο, οφείλω να επαναλάβω και εγγράφως πως:
- Δεν γνωρίζω κανένα εκπρόσωπο της κοινωνίας ο οποίος να εκφράζεται σχετικά, ή να έχει το δικαίωμα να εκφράζεται για λογαριασμό της κοινωνίας γι’ αυτό ή οποιοδήποτε αντίστοιχο θέμα.
- Οι δε εκφράσεις διαφόρων σε κοινωνικά δίκτυα, πολλώ μάλλον τα εικονικά ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα της εποχής αυτής, σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν την κοινωνία (είναι δε αμφίβολο αν είναι καν μέλη της κοινωνίας ή, έστω, διακριτά μέλη της κοινωνίας).
- Ο καθένας μας απλά «αντιλαμβάνεται» ως έκφραση της κοινωνίας το σύνολο της αλληλεπίδρασής μας με τα μέλη του κύκλου συναναστροφής του (πραγματικού ή εικονικού).
- Ειδικά τα εικονικά κοινωνικά δίκτυα είναι πλασματικά λόγω της ανωνυμίας τους (και της δειλίας που αυτή περιλαμβάνει), της έλλειψης αμεσότητας στην επικοινωνία, της επιλεκτικότητας και διαχείρισης του μηνύματος, της διαστρέβλωσης της εικόνας και ταυτότητας, και της επιφανειακής έκφρασης μέσω λίγων λέξεων και σύντομων εικόνων (μεταξύ άλλων…).
- Η πίεση της κοινωνικής συμμόρφωσης είναι από τη φύση της προβληματική και αυξάνεται εκθετικά μέσω των δικτύων αυτών.
- Είναι απόλυτα σαφές ήδη από την ανάλυση των κοινωνικών συναναστροφών όπως η δική μας (πανεπιστημιακός χώρος) πως δεν υπάρχει απολύτως καμία τέτοια αυθεντική κοινωνική επιταγή προς τη τελειότητα και κάθε άλλη αίσθηση προκύπτει από πλασματική και αντιπαραγωγική πίεση συμμόρφωσης, η οποία συνήθως εξυπηρετεί συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα.
- Οφείλουμε, όμως, στο εαυτό μας και μόνο, ο καθένας στο βαθμό που μπορεί και θέλει, την εσωτερική ανάταξη προς τον καλύτερο εαυτό μας και η οποία ανάταξη θα έχει θετικό αντίκτυπο στην πραγματική κοινωνία (περί αυτών στην επόμενη διάλεξη).
ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ & ΠΑΡΑΛΗΨΗ
Από την συζήτησή μας, και ειδικά την συζήτηση για το γνωστό «δίλημμα του τραίνου» (trolley problem) καθώς και την αναλογία με τη νομική πρακτική καταλογισμού προέκυψε και μία ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση: ο καταλογισμός απαιτεί τόσο δόλο όσο και πράξη η οποία να έχει επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα ή έστω να επέφερε εν δυνάμει το αποτέλεσμα αυτό. Απαιτείται δηλαδή μία αιτιώδης σχέση μεταξύ της πράξης και του αρνητικού αποτελέσματος.
Επιπρόσθετα, κάποιες μη-πράξεις μας φαίνονται επίσης μεμπτές και είναι ποινικά κολάσιμες. Ωστόσο, είναι εννοιολογικά δύσκολο να συνδεθεί αιτιωδώς μία μη-πράξη ενός ανθρώπου με ένα αποτέλεσμα. Πολλώ μάλλον όταν κάθε άνθρωπος σκέφτεται πληθώρα πράξεων που δεν επιχειρεί εν τέλει… Απαιτείται λοιπόν ένα στιβαρός ορισμός της έννοιας της παράλειψης ο οποίος να συμφωνεί με την διαίσθηση του καταλογισμού αλλά και την αιτιώδη σύνδεση με τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα. Ο ορισμός αυτός είναι ο ακόλουθος: μία μη-πράξη λογίζεται ως παράλειψη όταν ο μη-πράττων θα έπραττε την εν λόγω πράξη στο πλαίσιο της «φυσιολογικότητας» που διέπει μία συγκεκριμένη κατάσταση. Ο εν λόγω ορισμός είναι κατ’ αρχάς ηθικά και νομικά ουδέτερος καθώς δεν επιφέρει κάποιο αρνητικό καταλογισμό, αν και είναι επιστημολογικά πολύ ενδιαφέρων (όχι της παρούσης) και αιτιωδώς κρίσιμος αφού στην περίπτωση που ο Α ενώ φυσιολογικά θα έπραττε δεν πράττει μπορούμε να πούμε πως η απόφασή του να μην πράξη επέφερε εν τέλει το αποτέλεσμα [Σημείωση: ο συνηθέστερος και απλούστερος τρόπος να πιστοποιηθεί η αιτιώδης σχέση είναι το «αντιπραγματικό» (counterfactual) ερώτημα «τι θα γινόταν αν δεν είχε γίνει η πράξη (εδώ η παράλειψη)». Εξυπακούεται πως απαντήσεις σε τέτοιους είδους ερωτήματα είναι, από τη φύση τους, αντιρπαγματικές καθώς αφορούν σε έναν άλλο κόσμο από τον υφιστάμενο. Ωστόσο, τόσο στη Νομικό πεδίο της πράξης όσο και στην Επιστήμη συστηματικά καταφεύγουμε σε τέτοιου είδους ερωτήματα, οι απαντήσεις των οποίων έχουν ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες.] Καθίσταται όμως καταλογιστέα μία παράλειψη όταν η προαναφερόμενη φυσιολογικότητα αφορά σε κάποιας ιδιαίτερη σχέση ή ευθύνη (π.χ., σχέση πίστης, συμβατική ή νομική ευθύνη…).
Από καθαρά ηθικής άποψης, λοιπόν, για να συζητούμε για παράλειψη κάποιου θα πρέπει να έχει ήδη εγκαθιδρυθεί μία ηθική ευθύνη πράξης. Η θεώρηση αυτή προέκυψε φυσικά όταν αναφέρθηκε ένας συμμαθητής σας στο παράδειγμα του σύγχρονου φιλοσόφου Peter Singer ο οποίος είχε επισημάνει πως αν κάποιος δεν βοηθήσει ένα «παιδί που πνίγεται σε ένα σιντριβάνι προκειμένου να μην χαλάσει τα ακριβά παπούτσια του» θα ήταν καθολικά κατακριτέος και, κατά συνέπεια, επιχειρηματολόγησε πως όλοι μας έχουμε ηθική ευθύνη να προσφέρουμε το περίσσευμά μας (εννοώντας κάθε τι πέραν των απαραιτήτων) σε φιλανθρωπικό έργο. Το σφάλμα στην επιχειρηματολογία του Singer είναι πως δεν διαχωρίζει τις πράξεις από τις παραλείψεις κατά τα ανωτέρω. Συγκεκριμένα, θα ήταν ηθικά μεμπτή (κακή) η άρνηση του ανθρώπου να σώσει το παιδί και., κατ’ επέκταση, η άρνηση του ανθρώπου να προσφέρει σε φιλανθρωπικό έργο, μόνο αν καθίστατο παράλειψη, αν δηλαδή υφίστατο ένα αποδεκτό πλαίσιο ηθικής ευθύνης που επίτασσε μία τέτοια πράξη. Το δε πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί και να τεκμηριωθεί από εκείνον ο οποίος ισχυρίζεται την ύπαρξή του και φέρει το βάρος της απόδειξης. Αν αποτύχει τότε δεν είναι ηθικά μεμπτή αυτή η μη-πράξη αλλά ταυτόχρονα, αν κάποιος σώσει το παιδί με κόστος προσωπικό (π.χ. απώλεια των παπουτσιών) τότε μπορούμε να συζητούμε για καλή πράξη (θυμίζω πως το κακό δεν είναι ούτε λογικά ούτε αριθμητικά αντίθεο του καλού).
Ομοίως και για τα δικαιώματα εν γένει…
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ
Είχαμε επίσης μία σημαντική συζήτηση για τον καταλογισμό σε σχέση με την ανθρώπινη επίδραση (agency) και εν τέλει την ανθρώπινη βούληση. Σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι προφανώς ανοιχτό το ερώτημα αν υφίσταται ελεύθερη βούληση (free will) σε αντιδιαστολή με απόλυτο ντετερμισμό, όπου όλα θεωρούνται προκαθορισμένα από τους νόμους της φύσης, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπινων συμπεριφορών. [Σημείωση: η έκφραση «ελεύθερη βούληση» χρησιμοποιείται και ως αντίθετη της ντετερμινιστικής θεώρησης, δηλαδή ελεύθερη σε σχέση με τις επιταγές της φύσης, αλλά και ως ελεύθερη σε σχέση με άλλους ανθρώπους που επιθυμούν να επιβάλλουν της δική τους βούληση.]
Σχετικά με τον καταλογισμό, αν όντως οι πράξεις μας είναι προκαθορισμένες από φυσικές διεργασίες και εμείς κατ’ ουσίαν δεν έχουμε επίδραση τότε γιατί να μας καταλογίζεται το αρνητικό αποτέλεσμα ακόμα και όταν έχουμε αρνητική βούληση (δόλος); Μία απάντηση που δώσαμε ακόμα και στην περίπτωση αυτή είναι πως ακόμα και αν θεωρηθούμε προγραμματισμένα βιολογικά όντα, τα περισσότερα δεν εγκληματούμε, και εκείνα που εγκληματούν υφίστανται τον καταλογισμό σε πλαίσια ενός επαναπρογραμματισμού προς καλύτερες (κοινωνικά συμβατές) συμπεριφορές. Ωστόσο ένας συνάδελφός σας αντέτεινε πως στην περίπτωση αυτή τι νόημα έχει ο κοινωνικός καταλογισμός όταν και εκείνοι που καταλογίζουν είναι προγραμματισμένα από τη φύση έμβια όντα;
Κατ’ αρχάς δεν συζητούμε όμως για το νόημα του καταλογισμού όσο για την χρησιμότητά του, έστω και σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης και νόμου. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, τα άτομα εκείνα που δεν είναι προγραμματισμένα να εγκληματούν είναι φυσικό να έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε να περιθωριοποιούν εκείνα που εγκληματούν. Βέβαια, η λειτουργικότητα δεν εδραιώνει ηθική αξιολόγηση, αλλά μπορεί να αποτελεί μία πρώιμη πηγή αυτής, όπως έχουμε ήδη δει. Σε κάθε, περίπτωση, εφόσον η ηθική είναι αμιγώς νοητική διαδικασία η οποία υπερβαίνει το ίδιο συμφέρον αλλά ακόμα και το κοινό καλό της κάθε κοινωνίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο δε εγκέφαλος εξελίχθηκε ώστε να αναζητά αίτια κατ’ αρχάς στην φύση και κατ’ επέκταση στην κοινωνία και την ίδια του την υπόσταση. Όταν λοιπόν αντιλαμβανόμαστε πως καταναλώνουμε ενέργεια και προσπάθεια για να επιτύχουμε κάτι αυτό μας προσδίδει κάποιας μορφής συνείδηση (κουραζόμαστε προκειμένου να επιβιώσουμε κλπ. και, ενίοτε, κουραζόμαστε προκειμένου να επιβιώσουν κλπ. άλλοι). Συνεπώς, έστω και σε δευτερογενές επίπεδο η (ψευδαίσθηση) της ελεύθερης βούλησης αλλά και της ηθικής σκέψης είναι συμβατή με τον αναστοχαστικό εγκέφαλο. Σε αυτό δε το πλαίσιο μπορεί κάλλιστα ένα σύνολο ανθρώπων να αναστοχαστεί περαιτέρω για την διάρθρωση της κοινωνίας, την αρμονική διαβίωση, τον εντοπισμό των ατόμων που δεν ενστερνίζονται αυτή την αρμονία καθώς και την απομόνωσή τους, ακόμα και αν όλα αυτά είναι εν τέλει στοχαστικές (τυχαίες) διακυμάσνεις κβαντικών πεδίων.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΌ Ή ΚΑΚΟ
Τέλος, είχαμε και μία ιδιαίτερα έντονη, και ως εκ τούτου χρήσιμη και ευχάριστη, συζήτηση σχετικά με την σχέση του καλού (κακού) με το ίδιο συμφέρον. Ήδη από την πρώτη συνάντησή μας τονίζω συστηματικά πως η ηθική πρέπει να είναι υπερβατική και το τυχόν όφελος ή ζημία της πράξης μας θα πρέπει να αφορά σε άλλους. Ωστόσο, ως ζώα έχουμε ενστικτωδώς προγραμματιστεί να επιδιώκουμε του δικό μας συμφέρον και κατ’ επέκταση του καλό των επιγόνων μας, της οικογένειάς μας, και ενίοτε της αγέλης μας.
Η δε εξέλιξή μας μέσα στη φύση αλλά και την κοινωνία υποδηλώνει πως κάθε ηθική σκέψη θα πρέπει να έχει προκύψει μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ιδιοτέλειας. Πράγματι, είχαμε ήδη δει πιθανές οδούς εξέλιξης και μετάβασης από το ιδιοτελές στο ανιδιοτελές μέσω της επέκτασης εκείνων που εισπράττουν τα αποτελέσματα των πράξεών μας αλλά και της αποσύνδεσης της λειτουργικότητας από κοινωνικά θέσμια.
Επιπροσθέτως, επειδή ακριβώς η ηθική έχει προκύψει εντός του ανθρωπίνου εγκεφάλου, τίποτα δεν αποκλείει την δημιουργία μίας υπερβατικής ιδέας ακόμα και εντός του ανωτέρω ιδιοτελούς πλαισίου. Άλλωστε ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει δημιουργήσει αναρίθμητες ιδέες που ξεφεύγουν κατά πολύ του πλαισίου της φύσης, προεξεχουσών των περισσότερων φιλοσοφικών (μεταφυσική, αισθητική, πολιτική φιλοσοφία κλπ…) αλλά και σχεδόν όλων των θεωρητικών μαθηματικών ιδεών, αλλά και αρκετών ιδεών της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Ωστόσο, μία σοβαρή ένταση συναδέλφου σας αφορούσε στην ύπαρξη κινήτρου για κάθε επιλογή μας (θεωρώντας υφιστάμενη την ελεύθερη βούληση…) και συνεπώς ακόμα και υπερβατικές (ανιδιοτελείς) πράξεις ικανοποιούν κάποιο ατομικό κίνητρο και καθίστανται έτσι, εν τέλει ιδιοτελείς. Πράγματι, αυτό θα ίσχυε όμως για κάθε εννοιολογική θεμελίωση της ηθικής και, ως εκ τούτου, μπορούμε να διαχωρίσουμε το εν λόγω κίνητρο ουσιωδώς: κάθε άτομο που πράττει «ηθικά» (όπως και αν αυτό ορίζεται) το κάνει για να ικανοποιήσει εν τέλει αυτή ακριβώς την επιθυμία του να πράξει «ηθικά». Αυτό το κίνητρο είναι όμως ταυτολογικό και ως εκ τούτου αδυνατεί να μας βοηθήσει στην αναζήτηση της ουσίας της ηθικής (του καλού και του κακού). Αντιθέτως, ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ της επιδίωξης του ίδιου οφέλους σε σχέση με το όφελος άλλων είναι εννοιολογικά στιβαρός και συμβατός με τη γενικότερη διαίσθησή μας, αρκεί το «όφελος» εδώ να διαχωριστεί με σαφήνεια από το προαναφερόμενο τελικό εσωτερικό κίνητρο κάθε πράξης που είναι η ικανοποίηση του ατόμου από την διενέργεια της πράξης αυτής.
Σε κάθε περίπτωση, στην επόμενη συνάντησή μας θα εξετάσουμε την ύπαρξη πολλαπλών προθέσεων (και κινήτρων) κατά την διενέργεια πράξεών μας ώστε να εμπλουτίσουμε τη συζήτηση αυτή περαιτέρω.
Αυτό όμως που σίγουρα μέχρι τώρα δεν έχουμε ορίσει με σαφήνεια και που προκαλεί συνεχώς, αναμενόμενα, σύγχυση είναι η έννοια του οφέλους ή της ζημίας για τους αόριστους άλλους. Έχουμε συναντήσει συχνά αναφορά στην «ανθρώπινη αξιοπρέπεια», ωστόσο και αυτός ο όρος παραμένει αόριστος. Χωρίς την αποσαφήνιση αυτή θα παραμείνει αντιστοίχως αόριστη η έννοια του καλού και του κακού και ημιτελής η προσέγγισή μας. Στην επόμενη συνάντηση μας, με πολύ ισχυρή πνευματική υποστήριξη, θα επιδιώξουμε να ολοκληρώσουμε την προσπάθεια αυτή και να ενοποιήσουμε όλες τις μέχρι τώρα συζητήσεις μας.
Εξυπακούεται λοιπόν πως η επόμενη συνάντησή μας θα είναι ιδιαίτερα έντονη.
Καλή μελέτη και καλό (ανα- και αυτό-)στοχασμό,
ΣΒ