Μάθημα : Phil-Man: Επιχειρηματική Ηθική και Ηθική των Διαπραγματεύσεων
Κωδικός : PHILOSOPHY1037
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΠΕΜΠΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ
Αγαπητοί μου Σπουδαστές,
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ
- Μελέτη:
- Σημειώσεις μαθήματος: προς ανάρτηση στην ηλεκτρονική τάξη.
- Ανασκόπηση: ακολουθεί.
- Σύγγραμμα: κεφάλαια 4 & 5.
- Διάλογος v. Παράδοση: Παρατήρηση μία «ενδοοικογενειακή ένταση» στη χθεσινή μας συνάντηση σχετικά με την ισορροπία μεταξύ διαλόγου και παράδοσης. Κατ’ αρχάς, η αποκλειστική ευθύνη για την ισορροπία αυτή είναι δική μου και δεν αφορά σε κανέναν από εσάς. Εξ αρχής έχω δηλώσει πως είμαι ανοιχτός σε κάθε παρέμβαση από εσάς ανά πάσα στιγμή με μόνη προϋπόθεση τη σχετικότητα με το αντικείμενό μας και την καλοπιστία της συζήτησης και ανέλαβα την ευθύνη της διατήρησης της σταθερής τροχιάς του μαθήματος με δεδομένες αυτές τις παρεμβάσεις. Ανά πάσα στιγμή, λοιπόν, σταθμίζω κατά πόσο η οποιαδήποτε διαλογική παρέμβαση έχει παιδαγωγική αξία ίση ή μεγαλύτερη από την επαναφορά στην πρακτική της παράδοσης. Εξυπακούεται πως ενίοτε μπορεί να αστοχήσω σε αυτή τη στάθμιση, ωστόσο στη μέχρι τώρα πορεία μας σε όλες τις συναντήσεις είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την εξέλιξη του μαθήματος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, και αυτό το αποδίδω πρωτίστως σε όλες τις παρεμβάσεις σας. Λάβετε δε υπ΄όψιν πως μέσα από τη διαλογική συζήτηση, πάντα στο πλαίσιο της καλόπιστης συζήτησης, η οποία αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας και όχι στην επιβολή μιας προκαθορισμένης πεποίθησης ή ιδεολογίας ή ιδεοληψίας ή επιθυμίας ή δόγματος, προκύπτει βαθύτερη και ουσιαστικότερη κατανόηση των θεμάτων τόσο για τους άμεσα εμπλεκόμενους όσο και για το κοινό. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι η συζήτηση για την φυσική γλώσσα ως εκφραστή των νοημάτων των εννοιών κατά την αντιπαραβολή της Αγγλικής με την Ελληνική διατύπωση του πρώτου άρθρου της χάρτας των δικαιωμάτων. Η πρόθεσή μου δεν ήταν να αντιπαραβάλω τις δύο απλά να αναφέρω και τις δύο για λόγους πληρότητας. Ωστόσο, ένας συνάδελφός σας τόνισε πως υφίσταται με γλωσσολογικού τύπου διαφοροποίηση σε σχέση με την ερμηνεία της «υποχρέωσης» που προκύπτεις από τις λέξεις που έχουνε επιλεγεί στην Αγγλική και την Ελληνική. Αν και η συγκεκριμένη διαφοροποίηση δεν επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό το κεντρικό μήνυμα της δυαδικότητας μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι σαφές πως υφίσταται στην εν λόγω χάρτα θα μπορούσε θεωρητικά να επηρεάσει το είδος και εύρος της υποχρέωσης αυτής. Τα ιδιαίτερα σημαντικά συμπεράσματα από τη συζήτηση αυτή που μας αφορούν άμεσα και βαθύτατα, όμως, είναι πως:
- Σε μία υπερεθνική προσπάθεια αναγνώρισης υπερεθνικών θέσμιων (hyper-norms) τα οποία είχαμε συναντήσει κατά τη συζήτησή μας για την ηθική σχετικότητα, η διατύπωση των θέσμιων αυτών δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από την ερμηνεία της γλώσσας που χρησιμοποιείται καθώς οι σχετικές διαφοροποιήσεις μπορεί κάλλιστα να αναιρέσουν αυτή καθ’ αυτή τον υπερεθνικό χαρακτήρα που αναζητούμε.
- Καμία, δε γλώσσα, δεν έχει το προνόμιο του καλύτερο εκφραστή των εννοιών καθώς οι έννοιας αναπτύχθηκαν από τον λογικό ανθρώπινο εγκέφαλο για την αντιμετώπιση κοινών ανθρώπινων προβλημάτων και ανησυχιών. Εξυπακούεται πως η σχέση μεταξύ εννοιών και γλώσσας είναι ιδιαιτέρως σύνθετη και επίσης είναι σαφές πως αν μία έννοια αναπτύσσεται σε ένα συγκεκριμένο γλωσσολογικό περιβάλλον, η ορολογία που χρησιμοποιείται μπορεί να είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια. Ωστόσο, καμία κουλτούρα ή γλώσσα δεν έχει το μονοπώλια της παραγωγής εννοιών και ακόμα και αν είναι γενέτειρα πολλών (ή ακόμα και των περισσότερων), όπως για παράδειγμα η δική μας, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως δεν έχουν παραχθεί άλλες ιδιαίτερα σημαντικές έννοιες αλλού αλλά ούτε και πως οι έννοιες που έχουμε παράγει εμείς ή άλλοι δεν εξελίσσονται από άλλους σε άλλη γλώσσα και με άλλες γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες.
- Το πρόβλημα εν τέλει είναι πως η φυσική γλώσσα (κάθε φυσική γλώσσα), εν γένει, είναι προβληματική ως μέσο έκφρασης των σημαντικών εννοιών με την λογική αυστηρότητα που απαιτείται για την λογική ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Αρκεί να αναλογιστείτε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη νόημα κάθε λέξης σε σχέση με άλλες συναφείς λέξεις και πάντα μέσα στο περιβάλλον που κινούμαστε για να αντιληφθείτε τόσο την εγγενή αοριστία όσο και την ενδεχόμενη κυκλικότητα των ορισμών. Τα πράγματα δε γίνονται δραματικά χειρότερα όταν εντάξουμε στη συζήτηση αυτή και κοινωνικο-πολιτικές επιταγές (βλέπε και την παγκόσμια συζήτηση για την αδυναμία του ορισμού της «γυναίκας» αλλά και την έλλειψη παγκόσμιας συζήτησης για τον ορισμό του «άντρα».)
- Δεν είναι τυχαίο πως το με διαφορά σημαντικότερο παγκόσμιο πνευματικό επίτευγμα της ανθρωπότητας που είναι τα μαθηματικά χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον συμβολική γλώσσα, είναι χτισμένο αξιωματικά με σαφή αφετηρία και καλύπτει ένα τεράστιο εύρος εννοιών, τις περισσότερες εκ των οποίων γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο σε υψηλό μεταπτυχιακό επίπεδο. [Σημείωση: τα μαθηματικά στα οποία αναφέρομαι δεν έχουμε καμία ουσιαστική εννοιολογική σχέση με τα μαθηματικά του σχολείου αλλά και τα μαθηματικά με τα οποία είμαστε εξοικειωμένου οι περισσότεροι από εμάς.]
- Το πρόβλημα όμως είναι πως το κόστος αυτής της εννοιολογικής και λογικής καθαρότητας είναι η εμβέλεια των εννοιών. Αν και είναι ιδιαίτερα μεγάλη και αυξάνεται διαρκώς, ωστόσο δεν είναι αρκετή να καλύψει όλο το εύρος των εννοιών που χρειαζόμαστε στη φιλοσοφία. Προς μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα πριν λίγα χρόνια πως έχει ήδη τα τελευταία 20 περίπου χρόνια αρχίζει να αναπτύσσεται πλέον ένας νέος κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Formal Philosophy (τυπική φιλοσοφία) και ο οποίος ασχολείται με τη διεύρυνση της εμβέλειας των μαθηματικών εννοιών ώστε να εξυπηρετήσουν ακριβώς την λογική αυστηροποίηση των φιλοσοφικών εννοιών. Βέβαια, υφίστατο ήδη η Αναλυτική Φιλοσοφία που στόχευε στην ακριβέστερη δυνατή λογική ανάλυση των διαφόρων εννοιών, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικό θεμέλιο της φιλοσοφίας μεν αλλά έχει πάντα των εγγενή περιορισμό της αοριστίας και ενδεχόμενης κυκλικότητας της φυσικής γλώσσας καθώς και τους εκάστοτε εθνικούς περιορισμούς της γλώσσας. [Σημείωση: Σε αντιδιαστολή σημειώστε πως δεν υφίσταται κανένας μαθηματικός πουθενά στον κόσμο που δεν μπορεί να συνεννοηθεί επακριβώς με άλλο μαθηματικό ακόμα και δεν έχουν τίποτε κοινό σε σχέση με τη φυσική τους γλώσσα ή εθνικό ή κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν. Επίσης ακόμα και μαθηματικοί εγκέφαλοι που δεν έχουν την τυπική εκπαίδευση στα μαθηματικά μπορούν να επικοινωνήσουν με σχετική άνεση με ήδη εκπαιδευμένους και σίγουρα χωρίς εννοιολογικές ή λογικές προστριβές.]
- Τέλος, θέλω απλά να σας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πως έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει ευρέως και με άνεση (εμμέσως) τον μαθηματικό ορισμό της σημαντικότερης έννοιας που γνωρίζω, εκείνη της συμμετρίας ενός κανόνα, η οποία έχει θεμελιώσει ήδη την ηθική μας κατανόηση. Σε φυσική γλώσσα αλλά με μαθηματική εννοιολογία: Κάθε αυτό-μορφικός μετασχηματισμός του συνόλου των ανθρώπων αφήνει αναλλοίωτο τον κανόνα που εξετάζουμε. Αυτό συνοψίζει με απόλυτα ακριβή τρόπο την έννοια της μη διάκρισης που περιγράψαμε πιο «χαλαρά» κατά τις συζητήσεις μας. Φυσικά έχει και συμβολική διατύπωση, από το βάρος της οποίας θα σας απαλλάξω, για ευνόητους λόγους.
- Εν τέλει, λοιπόν, η φυσική γλώσσα είναι το καλύτερο μέσο που έχουμε προς το παρόν για εκφράσουμε όλες τις έννοιες που δεν έχουν μαθηματικοποιηθεί. Η φυσική γλώσσα όμως είναι προβληματική και ο ρόλος της αναλυτικής φιλοσοφίας είναι να περιγράψει τις έννοιες με τον αυστηρότερο δυνατό λογικά τρόπο υπό τον περιορισμό της φυσικής γλώσσας και των αδυναμιών της. Εμείς δε, στο βαθμό που θέλουμε να φιλοσοφήσουμε, πολλώ μάλλον στο ιδιαίτερα δύσκολο και σύνθετο αντικείμενο της ηθικής, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψιν της αδυναμίας της φυσικής γλώσσας, να αντλούμε όσα μπορούμε από την αναλυτική φιλοσοφία και, σε κάθε περίπτωση, στοχεύουμε στην κατανόηση των εννοιών η δε γλωσσική ετυμολογία είναι απλά ένα εργαλείο προς το σκοπό αυτό και μάλιστα συχνά παραπλανητικό εργαλείο, για τους λόγους που προανέφερα.
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
ΕΥΘΥΝΗ & ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Κατ’ αρχάς ολοκληρώσαμε τη συζήτηση περί της δυαδικότητας μεταξύ ευθυνών μας και δικαιωμάτων μας. Η δυαδικότητα αυτή στο ηθικό πεδίο έχει τις εξής βάσεις:
- Φύση - Έλλειψη Πόρων: Κάθε ανάγκη, ειδικά οι ανάγκες έλλειψης που σχετίζονται πρωτίστως με τα δικαιώματα, απαιτεί πόρους ώστε να ικανοποιηθεί. Οι πόροι αυτοί δεν είναι ούτε αυτονόητοι ούτε πάντα αρκετοί ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι προσβάσιμοι σε ανθρώπους που βρίσκονται σε αδυναμία. Ως εκ τούτου εμείς οι ίδιοι έχουμε την ευθύνη να συλλέξουμε και να προσφέρουμε του πόρους αυτούς, εφόσον ασπαζόμαστε τη βάση της δικαιωματικής ηθικής.
- Λογική Συνέπεια: Συναφές με το ανωτέρω είναι πως εφόσον διεκδικείς ένα δικαίωμα στα πλαίσια της ηθικής, έχεις αναγνωρίσει και την ευθύνη σου στην παροχή των πόρων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων. Παράλληλα, πάντα στα πλαίσια της ηθικής η οποία, θεμελιωδώς περιλαμβάνει τη μη διάκριση (εν τέλει τη συμμετρία, ως άνω), προασπίζεσαι και τα δικαιώματα όλων όσων έχουν τη σχετική ανάγκη. Επισημαίνω και γραπτώς πως αυτό δεν έχει λειτουργική βάση, δηλαδή το «πεφωτισμένο ίδιο συμφέρον» του: «προσφέρω συλλογικά ώστε όταν έχω ανάγκη να εισπράξω δικαιωματικά» καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με τη θεμελιώδη αρχή της ηθικής. Η βάση είναι αμιγώς λογική: αν αποδεχθώ ένα ηθικό σύστημα που αναγνωρίζει δικαιώματα, εφόσον των δικαιώματα αυτά απαιτούν πόρους οι οποίοι προσφέρονται από ανθρώπους, αναγνωρίζω επίσης την δική μου υποχρέωση να συμβάλλω σε αυτά κατά το βαθμό που μπορώ. [Αυστηρά λογικά: Δικαίωμα Þ Ευθύνη (καθώς δεν μπορεί να υπάρχουν δικαιώματα χωρίς την ευθύνη για την παραγωγή των πόρων) οπότε, μέσω αντιθετοαντιστοφής όχιΕυθύνη Þ όχιΔικαίωμα.]
- Θεσμική Αποδοχή: Ήδη στο βασικό κείμενο της χάρτας των δικαιωμάτων και ήδη από το πρώτο άρθρο (πάντα με την επιφύλαξη της γλωσσολογικής συζήτησης ανωτέρω) είδαμε πως είναι θεμελιωδώς αποδεκτή η ευθύνη στην ίδια ακριβώς βάση με την αναφορά στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια (και την αδελφοσύνη). Συνεπώς, πάντα στο βαθμό που η εν λόγω χάρτα εκφράζει τις αντιλήψεις μας περί του θέματος αυτού (ή έστω για όσους την εκφράζει), η συλλογική μας διαίσθηση αναγνωρίζει σαφώς αυτή τη δυαδικότητα
Επισημαίνω ρητά πως η δυαδικότητα αυτή αφορά στο ηθικό πεδίο. Στο πλαίσιο της κοινωνικής-πολιτικής διαμάχης μπορεί κάλλιστα κάποιος να διεκδικεί τα δικά του δικαιώματα ή εκείνα της δικής του ομάδας χωρίς να αναλαμβάνει αντίστοιχη ευθύνη και χωρίς να διεκδικεί γενικότερο δικαιώματα άλλων ατόμων ή ομάδων που έχουν ανάγκες. Αυτό διάχυτο στην κοινωνία και σε μεγάλο βαθμό ορίζει τις τύχες μίας κοινωνίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λογικός λόγος να προσδώσουμε στη διεκδίκηση αυτή την μανδύα της «ηθικής». Είναι είτε αμιγώς ιδιοτελές είτε πολιτικά ιδεολογική διαμάχη και υφίστανται τα αντίστοιχα πεδία της κοινωνιολογίας και της πολιτικής επιστήμης που μελετούν τα φαινόμενα αυτά. Ο καθένας μπορεί να διεκδικεί ότι κρίνει και μέσα από αυτή τη διαμάχη πλάθονται και αναπλάθονται οι κοινωνίες και οι πολιτικές τους και δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό σε αυτό, κατ’ αρχάς, και δεν χρειάζεται, ούτε πρέπει, να αποκτήσει η πρακτική αυτό κάποιο ηθικό περίβλημα.
Αναγνωρίζω πως υφίσταται πρακτικός λόγος για τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να προδώσει τον μανδύα (την επίφαση) της «ηθικής» σε μία τέτοια διεκδίκηση και αυτός είναι η αναζήτηση νομιμοποίησης (με την κοινωνιολογική έννοια που της έχουμε ήδη προσδώσει). Είναι εμφανές πως αν κατά τη διεκδίκησή μου πείσω την κοινωνία πως η διεκδίκηση αυτή έχει ηθικό έρεισμα, τότε θα αυξήσω την κοινωνική της αποδοχή αλλά και την συναισθηματική συμμετοχή (στο βαθμό που οι ηθικές σκέψεις επιφέρουν έντονο συναισθηματισμό), με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη αποδοχή και αποτελεσματικότητα της διεκδίκησής μου. Ωστόσο, αν και απόλυτα κατανοητή από πλευράς αιτιώδους μηχανισμού, η τακτική αυτή δεν παύει να είναι εννοιολογική αλλοίωση της ηθικής, στο βαθμό που έχουμε αποδεχθεί την θεμελιώδη αρχή της μη διάκρισης αλλά την λογική ως εργαλείο ανάπτυξής των ηθικών σκέψεων, αλλά και σαφή χειραγώγηση της συναισθηματικής κατάστασης του κοινού μας. Το πρώτο καθιστά αυτή την τακτική πνευματικά προβληματική ενώ το δεύτερο την καθιστά ανήθικη, στο βαθμό βέβαια που αποδεχόμαστε πως η συναισθηματική χειραγώγηση των άλλων προς εξυπηρέτηση των δικών μου σκοπών είναι κακή πράξη (βλέπε και μη-συναίνεση, άνθρωπος ως μέσο και όχι σκοπός κλπ…).
Τέλος, ένας συνάδελφός σας έκανα μία αναφορά στον Hobbes σχετικά με την δυαδικότητα της ευθύνης και των δικαιωμάτων. Με την επιφύλαξη πως δεν έχω εξειδικευθεί στον εν λόγω στοχαστή, η αντίληψη μου είναι πως αναπτύσσει αμιγώς κοινωνική, και μάλιστα πολιτική θεωρία, σε σχέση με την ανάγκη για οργάνωση της κοινωνίας καθώς η φυσική τάση του ανθρώπου είναι η βία και η σύγκρουση. Συνεπώς, και πάλι διαχωρίζω τη ηθικό πλαίσιο της δικής μας συζήτησης από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο τους Hobbes: η δική μας δυαδικότητα αφορά στο σύνολο εκείνων των ανθρώπων που ασπάζονται το δικαιωματικό πλαίσιο ως βάση για τον ορισμό του τι είναι καλό και κακό (πράξη ή πρόθεση). Δεν απαιτεί οργάνωση της κοινωνικής αυτής ομάδας, ούτε εκπροσώπηση, ούτε διαχειριστική εξουσία καν την έννοια του κοινού καλού της κοινωνίας. Γι’ αυτό άλλωστε επέμεινα στο παράδειγμα του καθίσματος στο λεωφορείο το οποίο αβίαστα συνδέουμε όλοι με καλή πράξη ή ακόμα και κακή παράλειψη εφόσον αποδεχόμαστε το πλαίσιο της διευκόλυνσης των συνανθρώπων μας που έχουν κάποια ιδιαίτερη ανάγκη. [Σημείωση: Το παράδειγμα που ανέφερα περί της υπεράσπισης του δικαιώματος της περιουσίας μέσω της εκτελεστικής εξουσίας (αστυνομία) ήταν προς χάριν ευκολίας αλλά ήταν παραπειστικό καθώς προϋποθέτει την ύπαρξη εξουσιαστικά οργανωμένης κοινωνίας (πολιτικής). Αυτό δημιούργησε μία τοπική σύγχυση για την οποία απολογούμαι. Καλύτερο παράδειγμα θα ήταν η αντίδρασή μας αν δούμε κάποιον να ληστεύει ένα συνάνθρωπό μας, ειδικά κάποιον που έχει αδυναμία σε αυτοάμυνα. Αυτό αποτελεί πιο σύνθετο παράδειγμα σε σχέση με τα καθίσματα στο λεωφορείο καθώς το κόστος επέμβασης είναι μεγαλύτερο αλλά αποδεσμεύει την ηθική συζήτηση με σαφήνεια από την πολιτική συζήτηση.]
ΙΕΡΑΡΧΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ
Ήδη, από το παράδειγμα με το κάθισμα στο λεωφορείο προέκυψε φυσικά η συζήτηση περί της ιεράρχησης των δικαιωμάτων όταν ελλείπουν οι πόροι για την ικανοποίηση όλων. Είδαμε πως το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιλυθεί στη γενικότητά του, ενώ παραμένει δύσκολο αλλά και σε ειδικές περιπτώσεις: για παράδειγμα, ποιος θα είχε αυξημένο δικαίωμα στη θέση, ο υπερήλικας ή η έγκυος; Θα βοηθούσε ενδεχομένως να γνωρίζουμε την ηλικία και τη φυσική κατάσταση και την κατάσταση υγείας και των δύο αλλά ακόμα και τότε η επιλογή δεν είναι ούτε σαφής ούτε εύκολη.
Το ευρύτερη πλαίσιο αυτής του προβληματισμού είναι εκείνο της «Διανεμητικής Ηθικής» η οποία, όμως δεν είναι απαραίτητο ότι αφορά στην ηθική εν τέλει. Ο όρος μάλιστα στην Αγγλική είναι «Distributive Justice» ενώ και εδώ η ορολογία είναι παραπλανητική καθώς δεν είναι απαραίτητο πως αφορά στη δικαιοσύνη (justice). Το αντικείμενο της διανεμητικής ηθικής είναι ο βέλτιστος τρόπος διανομής του κοινού (οφέλους ή βάρους) και είναι, ως εκ τούτου ταυτόχρονα και κοινωνικό/πολιτικό ζητούμενο καθώς και οργανωσιακό (δηλαδή αφορά και τους οργανισμούς/επιχειρήσεις). Εν προκειμένω, αναζητούμε τους τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να μοιράσουμε το κοινό «δίκαια» (fair?). Είδαμε πως υφίστανται κάποια αποδεκτά κριτήρια όπως η απόλυτη συμμετρία (το όφελος διά του αριθμού των ατόμων), καθώς και άλλα μη συμμετρικά όπως, ανάλογα με την ανάγκη, την ιδιαίτερη προσφορά, την παραγωγή, την προσπάθεια, την δικαίωμα στην περιουσία. Η συμμετρική επίλυση είναι συμβατή με τη θεμελίωσή της ηθικής μας (μη διάκριση), ενώ ή άλλες καθίστανται ηθικές στο βαθμό που αποτελούν ηθικά αιτιολογημένες διακρίσεις. Για παράδειγμα η διανομή βάση ανάγκης έχει ηθικό φορτίο εφόσον αποδεχθούμε είτε την ανάγκη ως βάση τους οφέλους προς τους άλλους (βλέπε παρακάτω) είτε αποδεχθούμε το πλαίσιο των δικαιωμάτων/ευθυνών ως την ηθική μας αφετηρία. Αντίθετα, η διανομή βάση της παραγωγής ή της ιδιαίτερης συνεισφοράς στο κοινωνικό σύνολο δεν έχει απαραίτητα (ή έστω εμφανώς) ηθική βάση εκτός αν προταθεί μία ηθική θεωρία που να εδράζει στο βαθμό παραγωγικότητας ή της ιδιαίτερης συνεισφοράς. Χωρίς αυτή τη θεωρία συζητούμε για ένα αποδεκτό διανεμητικό κριτήριο στα πλαίσια ενός οργανισμού, της κοινωνίας ή της πολιτείας με αντίστοιχες οργανωσιακές, κοινωνικές ή πολιτικές επιπτώσεις.
ΑΡΕΤΗ – ΣΚΟΠΟΣ – ΑΝΑΓΚΕΣ - ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Συνεχώς και καθ’ όλη τη διάρκεια των συζητήσεων μας ανακύπτουν σκέψεις, ενστάσεις, αντιρρήσεις και προβληματισμοί σχετικά με το ηθικό θεμέλιο της μη ιδιοτέλειας (επιδίωξης του ίδιου συμφέροντος). Ταυτόχρονα, συνεχώς ανακύπτει το ζήτημα το οφέλους ή της ζημίας προς τους (αόριστους) άλλους, ενώ σε όλα σχεδόν τα ηθικά κείμενα συναντούμε αναφορές στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια χωρίς να είναι σαφές τι είναι αυτή τη τόσο βαρυσήμαντη έννοια. Επέλεξα, να καλλιεργήσω συνειδητά αυτή την πνευματική αναταραχή και να αναβάλω την εξέτασή της σχεδόν στο τέλος του μαθήματος ακριβώς επειδή ήθελα να αποτελεί συνεχώς για εσάς πηγή προβληματισμού και στοχασμού.
Χθες ήρθε ή ώρα να συμπληρώσουμε τον πυρήνα (την καρδιά να προτιμάτε) της ηθικής μας θεώρησης ώστε όσα έχουμε μέχρι τώρα συζητήσει και όλα εκείνα στα οποία έχουμε αναφερθεί, με εξαίρεση τη ηθικό μηδενισμό και τον ηθικό συναισθηματισμό, να ομογενοποιηθούν σε σημαντικό βαθμό. [Σημείωση: Ο ηθικός μηδενισμός δεν μας απασχολεί διόλου καθώς αν δεν υφίσταται ηθική τότε το μάθημα θα είχε λήξει στο πρώτο λεπτό της πρώτης ημέρας. Εναλλακτικά, και περισσότερο διαλλακτικά, αν αποδεχθούμε πως είτε υφίσταται ηθικός μηδενισμός είτε όχι, τότε η πρώτη περίπτωση καλύφθηκε στο πρώτο λεπτό της πρώτης ημέρας, ενώ η δεύτερη περίπτωση αναπτύσσεται στο υπόλοιπο μέρος του μαθήματος. Ο ηθικός συναισθηματισμός είναι αισθητά πιο ενδιαφέρον αντικείμενο το οποίο θα επισκεφθούμε στην επόμενη συνάντησή μας με τη βοήθεια της σύγχρονής ψυχολογίας περί των συναισθημάτων.] Η εν λόγω ομογενοποίηση έχει εν τάχει ως εξής:
- Διαχωρίζουμε της ανθρώπινες ανάγκες σε εκείνες της Έλλειψης και της Ανάπτυξης. Η βασική τους διαφορά είναι πως οι πρώτες έχουν σημείο κορεσμού και το κίνητρο για την ικανοποίησή υφίσταται μέχρι το σημείο του κορεσμού. Οι δεύτερες όμως δεν έχουν σημείο κορεσμού. Οι πρώτες επίσης είναι ζωώδεις (επιβίωση, αναπαραγωγή, ασφάλεια, κοινωνικοποίηση και ιεραρχία στην αγέλη, διαμόρφωση σχέσεων) ενώ οι δεύτερες είναι βασισμένες στην εγκεφαλική (ανθρώπινη μόνο;) λειτουργία: γνώση (επιστήμη, φιλοσοφία/επιστημολογία, μαθηματικά), ομορφιά (αισθητική, τέχνη), συμπόνια (ηθική), υπεράνθρωπη υπέρβαση (θρησκεία). Ένας συνάδελφός σας ορθά προβληματίστηκε με το σημείο κορεσμού σε σχέση με τις ανάγκες έλλειψης τρίτου και τέταρτου επιπέδου (συνύπαρξης, σχέσεων). Δεν σημαίνει πως δεν υφίστανται τέτοια σημεία κορεσμού, ωστόσο χρειαζόμαστε περισσότερη και λεπτομερέστερη σκέψη επ’ αυτού. Για παράδειγμα, η σύγχρονη χρήση των εικονικών, ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων είναι σαφώς μια πρακτική που έχει υπερβεί το σημείο κορεσμού της ανάγκης όλων μας για ένταξη και δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως υπάρχει σαφές πρόβλημα εθισμού (ειδικά στα εφηβικά κορίτσια και όχι μόνο) στο χώρο αυτό. Αν ασχοληθούμε με κάθε επιμέρους ανάγκη αυτού του τύπου με καθαρό κεφάλι θα καταφέρουμε να εντοπίσουμε κάποια σημεία κορεσμού σε κάθε μία από αυτές, άσχετα αν δεν μπορούμε εύκολα να προσδώσουμε σε σημεία αυτά κάποια ακριβή μέτρηση.
- Γνωρίζετε ήδη τόσο από την αρχαία Αριστοτελική προσέγγιση όσο και από τις σύγχρονες ψυχολογικές μελέτες περί ευζωίας πως η ευδαιμονία (flourishing, contentment) είναι μια βαθύτερη κατάσταση από εκείνη της ευφορίας (της πρόσκαιρης ευεξίας). Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την αναζήτηση και επίτευξη του σκοπού για την οποία αναζήτηση και επίτευξη απαιτείται αφοσίωση και κόπος, απαιτούνται δηλαδή ψυχολογική και φυσικοί πόροι, η κατανάλωση των οποίον απαιτεί αιτιολόγηση ειδικά για το ανθρώπινο γένος το οποίο έχει εξελιχθεί να φέρει ένα εγκέφαλο ο οποίος αναζητά αιτιώδεις και λογικές σχέσης.
- Για τις μεν ανάγκες έλλειψης οι οποίες συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με την επιβίωση η εξήγηση είναι σαφής: η αφοσίωση και ο κόπος απαιτούνται ακριβώς για να διασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή και λειτουργεί είτε ενστικτωδώς στην περίπτωση της άμεσης επιβίωσης είτε και έλλογα στην περίπτωση της αποθήκευσης, του πεφωτισμένου ίδιου συμφέροντος και της πρόβλεψης των μελλοντικών συνθηκών και αναγκών. Εξυπακούεται δε πως αναφερόμαστε στην ικανοποίηση των αναγκών αυτών μέχρι του σημείου κορεσμού – αυτό που ονομάζω οντολογικό άγχος – καθώς η υπέρβαση αυτού δεν αποτελεί ούτε φυσική επιταγή αλλά ούτε και έλλογη απάντηση στις μελλοντικές προκλήσεις. Αντιθέτως, έχει συναισθηματική και παρορμητική βάση, καταχράται τους ψυχολογικούς μηχανισμούς επιβράβευσης, αλλοιώνει το πληροφοριακό περιεχόμενο αισθήσεων και προσφέρει, στην καλυτέρα, πρόσκαιρη ηδονή (ή/και φυγή). Εν τέλει όμως είναι μετά βεβαιότητας αυτοκαταστροφική είτε μέσω των προβλημάτων που δημιουργούν ευθέως στην υγεία μας, είτε μέσω των διαφόρων ειδών εθισμού είτε μέσω της ψυχολογικής και πνευματικής ματαιότητας της ικανοποίησης αναγκών που έχουν ήδη ικανοποιηθεί κατά το σημείο κορεσμού× συχνότερα δε των συνδυασμό όλων των ανωτέρω…
- Οι ανάγκες ανάπτυξης, όμως, δεν έχουν σημείο κορεσμού και δεν έχουν τα ανωτέρω αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα για το άτομο που επιδιώκει να τις ικανοποιήσει και γι’ αυτό μπορούν να αποτελούν υγιή απάντηση στο υπαρξιακό άγχος, δηλαδή στο λόγο για τον οποίο πρέπει κανείς να δαπανήσει κανείς κόπο με δεδομένο ότι έχει ικανοποιηθεί το οντολογικό άγχος (γιατί να σηκωθούμε από το κρεβάτι το πρωί….).
- Οι ανάγκες αυτές στο πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης περιλαμβάνουν τη γνώση, την ομορφιά και την συμπόνοια ενώ εξαιρώ την υπερ-ανθρώπινη διάσταση (Θεός, θρησκεία) της υπερβατικής ανάγκης η οποία δεν εδράζει στη λογική και, ως εκ τούτου, αποτελεί αντικείμενο δογματικής πίστης και όχι έλλογης πεποίθησης.
ΤΟ ΚΑΛΟ
- Μέσω των αναγκών μπορούμε επίσης να προχωρήσουμε σε ένα σαφή ορισμό του οφέλους προς τους άλλους: κατ’ ελάχιστον θα αφορά στην ικανοποίηση των αναγκών έλλειψης τους μέχρι του σημείου κορεσμού καθώς, πέραν αυτού όχι απλά δεν βοηθάμε αλλά, αντιθέτως, ζημιώνουμε τον άλλο, για τους λόγους που αναλύσαμε ανωτέρω,
- Εξυπακούεται δε πως όφελος προς τους άλλους υπάρχει όταν τους βοηθούμε στην ικανοποίηση των αναγκών ανάπτυξης. Ωστόσο, ως θεμέλιο της κατανόησης της ηθικής είναι εύλογο να εστιάσουμε στις ανάγκες έλλειψης ακριβώς επειδή η ανάγκες αυτές είναι κοινές σε όλους και απαραίτητες για την επιβίωση ενώ οι ανάγκες ανάπτυξής είναι αμιγώς προσωποπαγής και η επιδίωξή τους αποτελεί προσωπική επιλογή του καθενός.
- Το μόνο κενό που μένει είναι να δώσουμε έναν λειτουργικό ορισμό της έννοιας της αξιοπρέπειας, πάντα στο ίδιο ομογενοποιημένο πλαίσιο: διαισθητικά αντιλαμβανόμαστε πως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου σχετίζεται με την δυνατότητά του να μπορεί να ικανοποιήσει αυτές τις βασικές ανάγκες, πάντα όχι πέραν του σημείου κορεσμού και σε κάθε περίπτωση πέραν του κατώτερου σημείου που επιτρέπουν οι συνθήκες (έλλειψη ή αφθονία πόρων). Γι’ αυτό άλλωστε συζητούμε για «δικαίωμα στην εργασία» και αναγνωρίζουμε ως σπουδαιότερη προσφορά την εκπαίδευση κάποιου στη δυνατότητα παραγωγής έναντι της πρόσκαιρης ή και διαρκούς προσφοράς του καρπού της παραγωγής. Υπό αυτό το πρίσμα ορίζουμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως την δυνατότητα του ανθρώπου να μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες πέραν του κατώτατου ορίου που επιτρέπουν οι συνθήκες και μέχρι του σημείου κορεσμού της κάθε ανάγκης.
- Εξυπακούεται πως υφίσταται μια σχετική απροσδιοριστία στον ορισμό αυτό καθώς τελεί υπό την αίρεση των εκάστοτε συνθηκών. Ωστόσο διαχωρίζουμε εννοιολογικά την απροσδιοριστία αυτή από την υποκειμενικότητα που ορθώς επεσήμανε ένας συνάδελφός σας και η οποία μπορεί να έχει συναισθηματική ή δικαιωματική βάση και, ως εκ τούτου, δεν σχετίζεται με το αντικείμενό μας: με απλά λόγια δεν μπορεί να συστατικό στοιχείο της αξιοπρέπειας η κατοχή ενός πολυτελούς αυτοκινήτου κλπ… Η σύνεση της αξιοπρέπειας με της βασικές ανθρώπινες ανάγκες ενοποιεί την όλη συζήτηση περί ηθικής και ταυτόχρονα της προσδίδει μια πιο σαφή και αντικειμενική υπόσταση.
- Απομένει στη συζήτησή μας είναι να εξετάσουμε κατά πόσο το καλό συνδέεται με την επίτευξη του σκοπού και την ευδαιμονία.
- Κατά την Αριστοτελική προσέγγιση η αρετή δεν εκδηλώνεται με αυτοτελείς πράξεις αλλά αποτελεί άριστο στοιχείο του χαρακτήρα του ανθρώπου (ήθος). Αν αντιλαμβανόμασταν την ηθική υπό αυτό το πρίσμα τότε η σύνδεση θα ήταν εμφανής. Ωστόσο, αυτή η εστίαση αυτό που μας ενδιαφέρει στην ηθική δεν είναι το ήθος, παρά την ετυμολογική σύνδεση των δύο εννοιών (βλέπε και φυσική γλώσσα ανωτέρω), αλλά η κατανόηση της έννοιας του καλού και του κακού. Συνεπώς, ενώ πράγματι ο οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου θα πρέπει να σχετίζεται με τα πάγια στοιχεία του χαρακτήρα του και όχι με μεμονωμένες πράξεις (π.χ. η διαφορά μεταξύ του «είμαι ψεύτης» και «είπα ψέμα»), και ενώ πράγματι η ευδαιμονία θα πρέπει να προκύπτει από τα πάγια στοιχεία τα οποία με τη σειρά τους εκδηλώνουν αρετή σε διάφορα πεδία της ζωής, η συζήτηση αυτή είναι πρωτίστως ψυχολογική και η σύνδεση με την ηθική παραμένει θολή.
- Στην ηθική μας απασχολεί εν τέλει η αξιολόγηση των πράξεων/προθέσεων ως καλές και κακές. Με τις θεμελιώδεις αρχές που έχουμε ήδη θέσει όμως υφίσταται μία βαθιά σύνδεση μεταξύ των δύο προσεγγίσεων μέσω των αναγκών ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, η ευδαιμονία μπορεί να επιτευχθεί με την επιδίωξη του αληθούς (γνώση), του ωραίου (αισθητική) και του καλού (συμπόνοια). Εκ των τριών αυτών βασικών πυλώνων της ευδαιμονίας, μόνο ο τρίτος είναι ευθέως – εξ ορισμού – ηθικός. Ωστόσο και η επίτευξη της γνώσης αλλά και του ωραίου μπορεί να αποτελούν προσφορά προς τους άλλους αλλά μόνο εμμέσως και υπό προϋποθέσεις. Συμπερασματικά, η επιδίωξη της επίτευξης του υπαρξιακού σκοπού, δηλαδή της ευδαιμονίας, υφίσταται αμέσως αν ο σκοπός αυτός συμπεριλαμβάνει την συμπόνοια αλλά εμμέσως/μερικώς όταν ο σκοπός αυτός περιλαμβάνει ανάγκες ανάπτυξης που στοχεύουν στην αλήθεια ή το όμορφο (αλλά ακόμα και το θείο) στο βαθμό όμως που η αλήθεια, το όμορφο ή το θείο με τη σειρά τους συμβάλλουν στην διατήρηση της αξιοπρέπειας των άλλων.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Η συζητήσεις μας, ήδη από την πρώτη συνάντησή μας και εφεξής, έχουν ως τελική στόχευση την κατανόηση των προβλημάτων της επιχειρηματικής ηθικής. Γι’ αυτό άλλωστε και έχουμε αναζητήσει το απόσταγμα των μεγάλων ηθικών θεωριών αντί να τις μελετήσουμε διεξοδικά. Αν και η προτεινόμενη θεμελίωση της ηθικής αποτελεί ένα πλαίσιο στο οποίο μπορούν να ενταχθούν, έστω και εν μέρει, τα αποστάγματα πολλών ηθικών θεωριών και πλαισίων, ώστε να αποτελέσει με γενικευμένη προσέγγιση, ωστόσο το ζητούμενο για εμάς είναι η κατανόηση της ηθικής σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή την οικονομική επιχείρηση. Γι’ αυτό άλλωστε και εξ’ αρχής εστιάσαμε στο ίδιο συμφέρον και την σχέση του με την επιδίωξη του καλού. Δηλαδή, ακριβώς επειδή, στην συμβατική οικονομική δραστηριότητα η παραδοχή είναι πως ο καθένας είτε ατομικά είτε με τη συμμετοχή του σε οικονομικούς οργανισμούς, επιδιώκει να βελτιστοποιήσει το όφελός του και η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι κερδοσκοπική εκ φύσεως και σκοπού. Από την πρώτη μας συνάντηση είχαμε αναδείξει μια φαινομενική αντίθεση μεταξύ του καλού, που είναι ανιδιοτελές όπως το έχουμε αναλύσει ανωτέρω, και του οφέλους το οποίο είναι φύσει ιδιοτελές. Μάλιστα η διαπίστωση αυτή αποτελεί τη βάση του χαρακτηρισμού του όρου «Επιχειρηματική Ηθική» ως οξύμωρο σχήμα, στη διεθνή βιβλιογραφία. Πως μπορεί μία επιχείρηση, της οποίας ο σκοπός είναι η επιδίωξη τους μέγιστου κέρδους για την ίδια (δηλαδή τα μέλη της), ταυτοχρόνως να προβαίνει σε πράξεις που ωφελούν άλλους; Δεν θα μπορούσε τα διοχετεύσει και αυτά τα πρόσθετα οφέλη προς τρίτους στα μέλη της ώστε να αυξήσει περαιτέρω την κερδοφορία της και να επιτελέσει καλύτερα τον σκοπό της;
Επ’ αυτού του προβληματισμού συζητήσαμε τα ακόλουθα:
- Η ηθική δεν περιλαμβάνει μόνο τη μελέτη του καλού αλλά και του κακού. Συνεπώς είναι λογικά ακόλουθο να μπορούμε να μελετήσουμε την ανήθικη συμπεριφορά ενός ιδιοτελούς δράστη. Δηλαδή να εξετάσουμε πως μπορεί κάποιος άνθρωπος ή κάποια ομάδα ανθρώπων να λειτουργήσει ανήθικα κατά την επιδίωξη του κέρδους. Εξυπακούεται πως και πάλι θα πρέπει να έχουμε ένα πλαίσιο ηθικής αξιολόγησης ώστε να προκύψει ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κακής και το πλαίσιο αυτό σχετίζεται με όλα όσα έχουμε ήδη συζητήσει μέχρι σήμερα. Εδώ απλά επισημαίνουμε πως δεν υπάρχει ούτε φαινομενική αλλά ούτε και ουσιαστική λογική αντίφαση μεταξύ του κακού και του ιδιοτελούς. Στην επόμενη συνάντησή μας θα δούμε παραδείγματα των συνηθέστερων «κακών» που συναντάμε στον οικονομικό τομέα και θα δανειστούμε κάποια από τον χώρο του οικονομικού εγκλήματος, αξιοποιώντας την συγγένεια μεταξύ της ανηθικότητας και της εγκληματικότητας, ειδικά για πράξεις που είναι αναγνωρισμένες ως εγκλήματα τα οποία είναι διαχρονικά και παγκόσμια.
- Το εννοιολογικό πρόβλημα, το προαναφερόμενο οξύμωρο, προκύπτει όταν η επιχείρηση αναλογίζεται «καλές» πράξεις οι οποίες, εξ ορισμού πλέον, προσφέρουν όφελος σε τρίτους.
- Θα μπορούσαν να υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες το όφελος αυτό δεν θα ήταν υλικό/οικονομικό και μάλιστα δεν θα μπορούσε να μετατραπεί σε υλικό ή οικονομικό. Στην περίπτωση αυτή η αντίφαση κατ’ αρχάς εξαφανίζεται αφού τότε δεν θα θυσιαζόταν κέρδος της επιχείρησης. Ωστόσο, ακόμα και τότε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ο χρόνος που αφιέρωσαν τα στελέχη της ώστε να οργανώσουν τη δράση αλλά και οι άλλοι πόροι που απαιτήθηκαν αποτελούν διαφυγόν κέρδος και ως εκ τούτου η αντίφαση επιστρέφει.
- Είδαμε ήδη πως τα κίνητρά μας μπορεί να είναι πολλαπλά και ταυτόχρονα. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν θα μπορούσε να υποστηριχθεί θετική «επιχειρηματική ηθική» αν μία πράξη που ωφελεί τρίτους έχει θετικό οικονομικό αντίκτυπο και στην ίδια την επιχείρηση εμμέσως. Για παράδειγμα ως καλή προβολή ή και επαύξηση της ευρύτερης νομιμοποίησής της. Το ζήτημα αυτό αφορά και σε φυσικά πρόσωπα που προβαίνουν, για παράδειγμα σε φιλανθρωπικές δράσεις και ταυτόχρονα απολαμβάνουν τα οφέλη της κοινωνικής προβολής και του θαυμασμού. Το ζήτημα εδώ όμως είναι η γνησιότητα του φιλανθρωπικού κινήτρου: η επιχείρηση (ή το φυσικό πρόσωπο) δρουν (α) προς όφελος των τρίτων προκειμένου να αποκομίσουν το τελικό θετικό ισοζύγιο ή (β) προκειμένου να βοηθήσουν και να λάβουν θετικό ισοζύγιο ή (γ) προκειμένου να βοηθήσουν και απλά λαμβάνουν τυχαία το θετικό ισοζύγιο; Στην πρώτη περίπτωση είναι σαφές πως δεν συζητούμε για καλή πράξη καθώς δεν υφίσταται πρόθεση οφέλους× αντιθέτως μιλούμε ενδεχομένως για κακή πράξη καθώς εμπεριέχεται εξαπάτηση σχετικά με τις προθέσεις καθώς και συναισθηματική χειραγώγηση εκείνον που θα αποδώσουν το θετικό ισοζύγιο το δράστη. Βέβαια μία καθαρά συνεπειοκρατική προσέγγιση μπορεί να εξέδιδε άλλο πόρισμα αλλά αυτό θα ήταν εμφανής λόγος για την τεκμηρίωση της ανεπάρκειας του συνεπειοκρατισμού. Στην τρίτη περίπτωση δεν υφίσταται αμφιβολία πως συζητούμε για καλή πράξη. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο ενδιαφέρουσα εννοιολογικά καθώς μας βοηθά να συμβιβάσουμε την ανιδιοτέλεια με την ιδιοτέλεια. Για τα φυσικά πρόσωπα θα μπορούσε ίσως να προκύψει μία ένσταση καθώς στο πλαίσιο του οφέλους προς τρίτους η συνύπαρξη τους ιδιοτελούς κινήτρου (π.χ. επιδίωξη θαυμασμού) μειώνει, διαισθητικά, την ένταση του καλού. Ωστόσο, δεν την εξαφανίζει παρά μόνο αν δημιουργεί την πεποίθηση πως η ανιδιοτελής πρόθεση δεν είναι γνήσια και πως δηλαδή βρισκόμαστε στην πραγματικότητα στην πρώτη περίπτωση και όχι στη δεύτερη. Για τις επιχειρήσεις όμως τα πράγματα είναι ευμενέστερα και αυτό έχει τεκμηριωθεί εμπειρικά: είναι αποδεκτό από τον κόσμο το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο σε τέτοιο βαθμό που οι επιχειρήσεις που προβαίνουν σε καλές πράξεις παρ’ ότι μπορεί να έχουν θετικό ισοζύγιο εν τέλει από αυτές αξιολογούνται θετικά. Μόνο αν δημιουργηθεί η πεποίθηση πως οι καλές πράξεις δεν είναι γνήσιες αλλά αποτελούν μέσο για το θετικό ισοζύγιο προκύπτει αρνητική αξιολόγηση. Γι’ αυτό άλλωστε οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να προβούν σε καλές πράξεις οι οποίες έχουν εν δυνάμει θετικό ισοζύγιο εν τέλει για την κερδοφορία τους θα πρέπει να επικοινωνήσουν ορθά την δράση και το γνήσιο κίνητρό τους και, βέβαια, πρωτίστως να έχουν το θετικό αυτό κίνητρο εξ αρχής. Άλλως, η επικοινωνία θα είναι προβληματική, η παραπλάνηση θα γίνει εμφανής, και η γενικότερη δράση θα αξιολογηθεί όχι μόνο ως μη καλή αλλά ως κακή, λόγω της παραπλανητικής της φύσης αλλά και της εργαλειοποίησης του καλού (και των τρίτων που επωφελούνται από δράση) προς χάριν της προβολής και του κέρδους.
- Αυτή η συζήτηση μας οδήγησε στην ανάγκη για μια βαθύτερη θεμελίωση της έννοιας της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» (CSR) και των πιο σύγχρονων παραγώγων της όπως ESG (environment, society, governance) αλλά και τις βιωσιμότητας (sustainability). Κατ’ αρχάς, παρ’ ότι τα ανωτέρω συμπεριλαμβάνονται στον ευρύτερο τομέα της επιχειρηματικής ηθικής δεν είναι καθόλου αυτονόητο γιατί αφορούν την ηθική: για παράδειγμα η εταιρική κοινωνική ευθύνη μπορεί κάλλιστα να είναι κοινωνιολογικό θέμα, το «environment» βιολογικό και πολιτικό, το «governance» οργανωσιακό και πολτικό, ενώ το «sustainability» προς το παρόν απροσδιόριστο (βλέπε επόμενη ενότητα). Πέραν τούτου, θα πρέπει να λάβετε υπ’ όψιν σας πως στο τομέα της διοίκησης και ιδιαίτερα της οικονομικής διοίκησης και επιχειρηματικότητας υπάρχει μια διαρκής γέννηση «νέων» ιδεών οι οποίες είναι ως επί τω πλείστον αόριστες και εφήμερες, ασχέτως αν εμπεριέχουν σπέρμα ουσίας. Από τη δική μας σκοπιά μας ενδιαφέρει να απομονώσουμε ακριβώς αυτή την ουσία, την οποία εν προκειμένω συνοψίζουμε στην έννοια της ευθύνης της επιχείρησης προς την κοινωνία και την εννοιολογική και αιτιώδη βάση της. Κατ’ αρχάς η επιχείρηση εξυπηρετεί την οικονομική δραστηριότητα και προσφέρει στην κοινωνία καθώς: βοηθά στη συγκέντρωση κεφαλαίο, τη διασπορά κινδύνου και την εκπόνηση μεγάλων έργων (ειδικά για τις μεγάλες κεφαλαιουχικές εταιρείας) , έργα τα οποία δεν θα πραγματοποιούντο διαφορετικά παρά μόνο σε απολυταρχικές κοινωνίες με άνωθεν επιταγή. Η επιχειρηματικότητα επίσης προσφέρει στην κοινωνία θέσεις εργασίας καθώς και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες και, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, σε προσιτές τιμές και με παραγωγικό τρόπο. Αυτή η παραγωγή ικανοποιεί ανθρώπινες ανάγκες και, όπως έχουμε δει, στο βαθμό που οι ανάγκες αυτές είναι είτε έλλειψης κάτω από το σημείο κορεσμού είτε ανάπτυξης, αυτό αποτελεί ουσιαστική προσφορά προς την κοινωνία. [Σημείωση: Αντιθέτως η προσφορά προϊόντων ή υπηρεσιών που ικανοποιούν ανάγκες έλλειψης πέραν του σημείου κορεσμού είναι βλαβερή και ως εκ τούτου ηθικά ελέγξιμη. Επειδή όμως περιλαμβάνει κατ’ αρχάς τη συναίνεση του πελάτη δεν είναι εκ των προτέρων ηθικά μεμπτή, εκτός φυσικά αν αναιρείται κατ’ ουσίαν η συναίνεση…]. Μέχρι στιγμής όμως περιγράφουμε μια λειτουργική συνύπαρξη: η κοινωνία προσφέρει στην επιχείρηση το πλαίσιο λειτουργίας και την πελατεία και η επιχείρηση προσφέρει τα ανωτέρω σε αντάλλαγμα. Από αυτή τη σκέψη δεν προκύπτει καμία βαθύτερη ευθύνη της επιχείρησης έναντι της κοινωνίας που θα μπορούσε να αιτιολογήσει την έστω και μερική απόκλιση της εταιρικής δράσης από την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας. Η ευθύνη αυτή μπορεί να υποστηριχθεί από την οντολογική συνεισφορά της κοινωνίας προς την επιχείρηση, και συγκεκριμένα προς τα νομικά πρόσωπα (εταιρείες): τα νομικά πρόσωπα μέσα από τις κοινωνικές συμβάσεις και το εταιρικό δίκαιο αποκτούν μερικά δικαιώματα που είναι εφάμιλλα των φυσικών προσώπων, όπως το δικαίωμα στην περιουσία, στη φήμη, στην πρόσβαση και στη δικαιοσύνη. Υπό αυτή την έννοια έχει δημιουργηθεί μία νέα οντολογική κλάση που απαρτίζεται από συλλογικές οντότητες των οποίων η υπόσταση υπερβαίνει εμφανώς την απλή ομαδοποίηση των ατόμων σε μία συλλογικότητα (ή ομάδα). Για παράδειγμα, μία απλή ομάδα, μπορεί να αποκτήσει συλλογικής εκπροσώπηση, κυρίως για πρακτικούς λόγους, όμως δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα σε περιουσία, ενώ η εταιρεία είναι κυρία της περιουσίας της που δεν ανήκει στους μετόχους της αλλά στην ίδια. Ενώ λοιπόν για την ύπαρξη του υλικού κόσμου δεν έχουμε πλήρη γνώση των μηχανισμών γέννησης αλλά σε κάθε περίπτωση προϋπήρχαν ημών και ενώ για έμβια όντα έχουμε καλή αντίληψη του μηχανισμού γέννησής τους, τα νομικά πρόσωπα οφείλουν την ύπαρξή τους, και όχι μόνο την συναλλακτική τους υπόσταση, στην κοινωνία. Ως εκ τούτου οι διοικούντες μίας κερδοσκοπικής επιχείρησης θα μπορούσαν κάλλιστα να αιτιολογήσουν τυχόν προσφορά προς την κοινωνία σε αυτή τη βάση. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η αιτιολόγηση περιορίζει την προσφορά στην κοινωνία στην οποία δραστηριοποιείται και από την οποία γεννήθηκε το νομικό πρόσωπο και δεν επεκτείνεται αυτόματα προς τους ανθρώπους αόριστα. Για την εν λόγω επέκταση θα έπρεπε να ισχυριστούμε πως η απόδοση νομικής προσωπικότητας αποτελεί πανανθρώπινη ιδέα, το οποίο σε σημαντικό βαθμό ισχύει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, επιτύχαμε κατ’ ελάχιστο, να τεκμηριώσουμε εκ βαθέων την έννοια της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» και να καταρρίψουμε πολλαπλά τη θέση πως η επιχειρηματική ηθική είναι οξύμωρο σχήμα.
ΗΘΙΚΗ ΥΠΌΣΤΑΣΗ
Σε όλη μας τη συζήτηση μέχρι τώρα τόσο το υποκείμενο της ηθικής (ο δράστης) όσο και το αντικείμενο της ηθικής (εκείνος με την ηθική υπόσταση) είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο, η συζήτηση για την διεύρυνση του συνόλου των αντικειμένων με ηθική υπόσταση είναι ζωντανή, ειδικά εν μέσω της διαφαινόμενης κλιματικής αλλαγής, της συζήτησης για την προστασία του περιβάλλοντος και των ζώων, την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, των επιπτώσεων της βιομηχανοποίησης της οικονομίας αλλά και του καταναλωτισμού στο περιβάλλον καθώς και της διαφαινόμενης πλέον δημιουργίας νέων μορφών ύπαρξης όπως ρομπότ (με τεχνητή νοημοσύνη). Το εννοιολογικό πλαίσιο που έχουμε θέσει μέχρι στιγμής έχει ενοποιήσει σε μεγάλο βαθμό πολλαπλές ηθικές προσεγγίσεις και έχει αναδείξει την πολυπλοκότητα της συζήτησης περί επιχειρηματικής ηθικής. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχουμε προσδώσει ηθική υπόσταση σε μέλη άλλων οντολογικών κλάσεων πέραν του ανθρωπίνου είδους, πρωτίστως καθώς η ηθική εδράζει στην προσφορά προς άλλους ανθρώπους και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Συνεπώς, κατά τα φαινόμενα, είτε πρέπει να διευρύνουμε τα θεμέλια της ηθικής μας σκέψης ώστε να διευρύνουμε ταυτόχρονα και το σύνολο των εχόντων ηθική υπόσταση, είτε πρέπει να αποδεχθούμε πως μη ανθρώπινα αντικείμενα δεν έχουν ηθική υπόσταση, στην οποία περίπτωση η συζήτηση για την προστασία τους (π.χ. του περιβάλλοντος) θα είχε αμιγώς λειτουργική ή συναισθηματική βάση. Η πρώτη εναλλακτική θα μας ανάγκαζε να διευρύνουμε έννοιες όπως «αξιοπρέπεια» ή «ανάγκες» και να τις σχετίσουμε με μην ανθρώπινα αλλά και μη έμβια αντικείμενα, ενώ η δεύτερη είναι αντίθετη με την διαίσθηση πολλών από εμάς και άρα περιοριστική. Για την επίλυση αυτού του ιδιαίτερα δύσκολου προβλήματος θα χρειαστούμε πολύ ισχυρή μεταφυσική συνδρομή, την οποία θα εξετάσουμε στην επόμενη συνάντησή μας.
Καλή μελέτη και καλό (ανα- και αυτό-)στοχασμό,
ΣΒ