Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Μάθημα : Phil-Man: Επιχειρηματική Ηθική και Ηθική των Διαπραγματεύσεων

Κωδικός : PHILOSOPHY1037

PHILOSOPHY891  -  Σεραφείμ Βολιώτης

Ανακοινώσεις

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΕΚΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ

Αγαπητοί μου Σπουδαστές,

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ

  • Μελέτη:
    • Σημειώσεις μαθήματος: προς ανάρτηση στην ηλεκτρονική τάξη.
    • Ανασκόπηση: ακολουθεί εκτενώς.
  • Λόγω των ιδιαίτερα πλούσιων συζητήσεων μας δεν καταφέραμε να καλύψουμε τα εξής αντικείμενα:
    • Ηθικός Συναισθηματισμός
    • Ηθική Διαίσθηση
    • Ψυχολογία των Ηθικών και Ανήθικων αποφάσεων
    • Ηθική πρόοδος
    • Ηθική της Σύγχρονης Τεχνολογίας: Ψηφιοποίηση, Ηλεκτρονική/Εικονική Συνδεσιμότητα και Τεχνητή Νοημοσύνη.

Συνεπώς τα αντικείμενα αυτά θα είναι εκτός εξεταστέας ύλης. Ωστόσο, σύμφωνα με το αίτημα μίας συναδέλφου σας, το οποίο φάνηκε να έχει απήχηση θα μπορούσαμε να κανονίσουμε μία ακόμα συνάντηση εκτός τυπικού προγράμματος για όσους το επιθυμούν ώστε να εξερευνήσουμε μαζί τα σημαντικά αλλά και πρακτικά αυτά αντικείμενα. Η συνάντηση αυτή φυσικά δεν θα είναι υποχρεωτική ενώ το όσα πούμε δεν θα αποτελούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξεταστέο αντικείμενο και η παρουσία σας ή μη δεν θα επηρεάσει ούτε στο ελάχιστο τη βαθμολογική σας απόδοση στο μάθημα.

 

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

ΔΙΑΦΘΟΡΑ

Ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας για ένα αγαπημένο μου αντικείμενο, τη διαφθορά. Είδαμε πρακτικά παραδείγματα σε διάφορα επίπεδα όπως, πολιτική διαφθορά, διοικητική διαφθορά, επαγγελματική διαφθορά και οργανωσιακή διαφθορά. Το κοινό στοιχείο σε όλες τις περιπτώσεις είναι πως θα πρέπει μία συλλογικότητα να αναθέσει σε ένα άτομο εξουσία σχετικά με τη διαχείριση της συλλογικότητας, την οποία εξουσία το άτομο αυτό να καταχραστεί προς ίδιον όφελος. Είδαμε επίσης  πως αυτή η ανάθεση της εξουσίας πρέπει, σύμφωνα με τον καθιερωμένο ορισμό (βλέπε σχετική βιβλιογραφία αλλά και Διεθνή Διαφάνεια) να περιβάλλεται από κάποιας μορφής εμπιστοσύνη. Αυτό δε το χαρακτηριστικό καθιστά την διεφθαρμένη πράξη, κατ’ αρχάς, ιδιαίτερα απεχθή.

                Είδαμε επίσης πως η προσήλωση στα συστατικά στοιχεία του ορισμού μας επιτρέπει εύκολα να καταλήξουμε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα που αντιτίθενται στην καθιερωμένη σκέψη, όπως για παράδειγμα πως στη γενική της μορφή η δωροδοκία δεν αποτελεί πράξη διαφθοράς, ενώ η δωροληψία πράγματι είναι η αρχετυπική πράξη διαφθοράς. Το γεγονός πως αυτές η δύο πράξεις στην πραγματικότητα αποτελούν μία συναλλαγή δεν σημαίνει πως δεν είναι αυτοτελείς πράξεις με διαφορετικούς δράστες· άλλωστε, εν τοιαύτη περιπτώσει, κάθε εμπορική συναλλαγή αποτελείται από δύο πράξεις, την αγορά και την πώληση, με εμφανώς διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά (βλέπε και procurement and sales departments).

                Είδαμε επίσης και λεπτότερους διαχωρισμούς συμμετοχής που μπορούν να καταλήξουν σε διαφοροποιημένους ηθικούς και νομικούς χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα, είδαμε δωροδοκία/δωροληψία που μπορεί να εκκινήσει από τον λήπτη ή τον δότη και μπορεί να περιλαμβάνει αμοιβαιότητα ή μονομέρεια (π.χ. εκβίαση). Στις περιπτώσεις αυτές ενώ ο κοινωνιολογικός χαρακτηρισμός παραμένει συμπαγής (διαφθορά από πλευράς του λήπτη) ο βαθμός συνέργιας του δότη σε αυτή την πράξη αλλά και η νομική ή η ηθική απαξία είτε του δότη είτε του λήπτη μπορεί να διαφέρουν αισθητά.

                Τέλος είδαμε, πως αν θέλουμε να καλύψουμε ολόκληρο το φάσμα των διεφθαρμένων πράξεων θα πρέπει να είμαστε ακριβείς στην αναγνώριση των συστατικών στοιχείων του ορισμού: ποια είναι η συλλογικότητα, σε ποιόν έχει ανατεθεί η εξουσία (ή άλλη μορφή συλλογικής ισχύος), ποιο είναι το πλαίσιο εμπιστοσύνης (καλύτερα: ορθότητας) που διέπει την ανάθεση αυτή (καλύτερα: την άσκηση αυτής της εξουσίας) και ποιες είναι η μορφές ιδίου οφέλους; Αυτή η ακρίβεια θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε με ορθότητα τις καταχρήσεις και, εν τέλει, τη διαφθορά. Ειδικότερα δε επί του ιδίου οφέλους, σας θυμίζω τη διαρκή συζήτηση που έχουμε σχετικά με τη συμμετοχή του στην έννοια της ηθικής και την υπερβατικότητα αυτής. Αν, εν τέλει, αποδεχόμασταν πως οτιδήποτε κάνουμε βουλητικά έχει εσωτερικό κίνητρο και ταυτόχρονα πως η ικανοποίηση του κινήτρου αυτού αποτελεί ίδιο όφελος τότε για μία ακόμη φορά θα ήταν περιττή η χρήση του όρου αυτού στο ορισμό της διαφθοράς. Συνεπώς, θα πρέπει να εξειδικεύσουμε τον ορισμό του ιδίου οφέλους κατά την έννοια της διαφθοράς με τον ίδιο τρόπο που τον εξειδικεύσαμε και κατά τη συζήτησή μας περί ηθικής: αν το εσωτερικό κίνητρο είναι αυθεντικά το όφελος των αόριστων τρίτων (στη διαφθορά: η άσκηση της συλλογικής εξουσίας) τότε δεν εμπίπτει στον ορισμό του ιδίου οφέλους που αφορά την ηθική (αντίστοιχα τη διαφθορά). Στην περίπτωση λοιπόν που ο διαχειριστής της συλλογικότητας καταχράται την εξουσία του με σκοπό και μόνο κίνητρο να την ασκήσει, κατά την άποψή του ορθότερα προς όφελος της συλλογικότητας, η πράξη του μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναποτελεσματική ή παράνομη ή αντικοινωνική ή αυθαίρετη ή άστοχη ή εσφαλμένη ή … αλλά όχι διεφθαρμένη.

Από την άλλη, η «χειρουργική» ακρίβεια που απαιτούμε στην εφαρμογή των ορισμών ιδιαίτερα φορτισμένων εννοιών όπως η διαφθορά, μας επιτρέπει να εντοπίζουμε και διεφθαρμένες πράξεις που πιθανότητα θα περνούσαν απαρατήρητες από πλευράς διαφθοράς. Για παράδειγμα, αν ο καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό οργανισμό καταχραστεί την βαθμολογική εξουσία που του έχει ανατεθεί από τον οργανισμό αυτό προκειμένου να αποκομίσει κάποιο ίδιον όφελος, οποιασδήποτε μορφής, από έναν φοιτητή ή μία φοιτήτρια τότε διαπράττει μία πράξη διαφθοράς. Η διαφθορά αυτή είναι οργανωσιακή και το βέβαιο θύμα της πράξης αυτής είναι ο εκπαιδευτικός οργανισμός που του ή της ανέθεσε τη βαθμολογική (ή άλλη) εξουσία. Γενικότερα, το βέβαιο θύμα της διαφθοράς είναι πάντα η αναθέτουσα συλλογικότητα καθώς πλήττεται η συλλογική εμπιστοσύνη και η πιστότητα της ανάθεσης της εξουσίας. Το αν, στο προηγούμενο παράδειγμα, ο φοιτητής ή η φοιτήτριας αποτελεί πρόσθετο θύμα εξαρτάται από το είδος και το βαθμό συμμετοχής του ή της. Αν δηλαδή συμμετείχε συνειδητά σε μίας μορφής συναλλαγή ή εκβιάστηκε προς τούτο ή, ακόμα, και αν προκάλεσε την πράξη. Κατά την κρίση αυτή όμως θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και η αυξημένη ευθύνη που προκύπτει από την κατά τεκμήριο ωριμότητα και αυθεντία του καθηγητή σε αντιδιαστολή με την παρορμητική νεανικότητα και επιρρέπεια του φοιτητή καθώς και η φυσική επιρροή που συνήθως ασκεί ο κατέχον μια προβεβλημένη θέση, όπως του καθηγητή, στο κοινό του ή της. Επίσης, στην περίπτωση που το ίδρυμα είναι δημόσιο τότε η συλλογικότητα πλέον δεν είναι ο οργανισμός (π.χ. το πανεπιστήμιο) αλλά η ευρύτερη κοινωνία από την οποία πηγάζει εν τέλει η εν λόγω εξουσία ή ισχύς (κατ’ αναλογίαν της συζήτησής μας για τους δικηγόρους ή τους γιατρούς). Συνεπώς, η πράξη αποκτά αυξημένη κοινωνική και ηθική βαρύτητα.

                Τέλος, περί των ορισμών επισημαίνω και το εξής. Στα Αγγλικά ο επικρατέστερος ορισμός της διαφθοράς είναι το “abuse of entrusted power”. Ωστόσο, προσπαθώ καιρό να βρω ακριβή μετάφραση της λέξης “entrusted” αλλά δυσκολεύομαι εντόνως και γι’ αυτό χρησιμοποιώ μία περιφραστική περιγραφή. Ένας συνάδελφός σας πρότεινα άμεσα και ορθά μία σημαντική λύση στο πρόβλημα αυτό με την λέξη «διαπιστευμένη», η οποία πράγματι περιγράφει ακριβώς την έννοια που αναζητούμε, με μία μόνο επιφύλαξη: σύμφωνα με την έρευνα μου, η λέξη αυτή φέρει την εν λόγω έννοια στην Αρχαία Ελληνική και όχι στην Νεοελληνική. Βέβαια, θεωρώ πως η εξέλιξη αυτή είναι θετική καθώς είναι ευκολότερο και κομψότερο, στις περισσότερες περιπτώσεις, να χρησιμοποιώ τον όρο αυτό και απλά να επισημαίνω πως φέρει την αρχική του σημασία,. [Σημείωση: Με αφορμή τη συζήτηση αυτή σκέφτηκα, από κοινωνιολογικής άποψης, πως είναι δυσάρεστο να περιορίζεται η εννοιολογική εμβέλεια μίας λέξης, πολλώ μάλλον μίας σύνθετης λέξης με σαφή ετυμολογία, την ώρα που η αρχική έννοια παραμένει χρήσιμη στις μέρες μας. Πράγματι, ενώ είναι σημαντική και η νεοελληνική χρήση της «αναγνώρισης» (π.χ. ατόμου, φορέα, διπλωμάτη), δεν υφίστατο ουσιαστικός λόγος για την απώλεια της ευρύτερης έννοιας της παροχής εμπιστοσύνης. Εκτός αν αυτή η εξέλιξη απλά υποδηλώνει την απώλεια της γενικευμένης εμπιστοσύνης στην κοινωνία, στην οποία περίπτωση η εν λόγω λέξη κατέληξε να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις διαμεσολαβούμενης παροχής εμπιστοσύνης  από θεσμοθετημένους φορείς. Αν όντως ισχύει αυτό, το οποίο δυστυχώς θεωρώ αρκετά πιθανό, βρισκόμαστε στην δυσάρεστη κατάσταση που ο δυναμισμός της γλώσσας φανερώνει μια σημαντική κοινωνιολογική απώλεια· εκείνη της γενικευμένης και αδιαμεσολάβητης εμπιστοσύνης. Εύχομαι, η ανωτέρω ανάλυσή μου να είναι αποδειχθεί εσφαλμένη καθώς η απώλεια αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλη.]

 

ΕΠΙΧΕΙΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ

Αν και η εστίασή μας είναι στην ηθική, η οποία είναι διακριτή αξιολόγηση από την νομική, ωστόσο έχουμε ήδη διαπιστώσει νοητικές συγγένειες. Για το λόγο αυτό, η παρανομία που σχετίζεται με την επιχείρηση μπορεί να μας δώσει μία καλή αφετηρία σκέψης σχετικά με την ανηθικότητα περί της επιχείρησης. Εν τάχει εξετάσαμε τα εξής:

  • Παρανομία εντός της επιχείρησης από τα στελέχη ή τους υπαλλήλους της. Αυτή μπορεί να είναι η μικρότερη, όπως η απόσπαση ευτελούς εταιρικής περιουσίας (ένα χαρτί ή ένα μολύβι) για μη εταιρική χρήση μέχρι αισθητά μεγαλύτερες όπως η υπεξαίρεση σημαντικών ποσών της εταιρείας. Ειδικά δε για τα στελέχη της επιχείρησης που τους έχει ανατεθεί διαχειριστική εξουσία μπορεί να προκύψουν εγκλήματα απιστίας, που είναι περίπου το γενικό ποινικό ανάλογο της διαφθοράς (κατάχρηση της εμπιστοσύνης). Τα στελέχη όμως μπορεί να παρανομήσουν και αν ανταγωνιστούν την εταιρεία, πολλώ μάλλον αν χρησιμοποιήσουν τεχνογνωσία ή εταιρική πληροφορία προκειμένου να πλουτίσουν.
  • Στελέχη της επιχείρησης που έχουν διαχειριστική εξουσία επίσης μπορεί να είναι προσωπικά υπόλογοι έναντι του κράτους, όπως για παράδειγμα για την πληρωμή ασφαλιστικών ή φορολογικών υποχρεώσεων, ενώ ακόμα και η μη καταβολή μισθών δύναται να επιφέρει ποινική ευθύνη, λόγω της ειδικής σχέσης και υποχρέωσης της εταιρείας προς τους εργαζομένους.
  • Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα όμως, όπως είδαμε, κατά την απόδοση ποινικής ευθύνης σε μία εταιρεία, δηλαδή το νομικό πρόσωπο. Παρά την οντολογική συζήτηση που κάναμε και βάσει της οποίας στοιχειοθετήσαμε δικαιώματα και υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, που περιλαμβάνουν ακόμα και την φήμη του, δεν παύει η «προσωπικότητα» αυτή να είναι ένα «πλάσμα δικαίου». Το δε νομικό πλαίσιο δεν παύει να είναι μια ανθρώπινη σύμβαση η οποία δεν μπορεί να προσδώσει στο «πρόσωπο» αυτό συνείδηση και βούληση αυτοτελώς. Συνεπώς η εταιρεία δεν μπορεί να συνοδεύσει τις πράξεις της με δόλο, παρά μόνο αν κάποιο όργανο διοίκησης, συλλογικό ή ατομικό, κατέχει το σχετικό δόλο. Ξέρουμε όμως ήδη πως ποινική (αλλά και ηθική;) καταδίκη χωρίς δόλο είναι ανύπαρκτη εκτός σπανίων περιπτώσεων που αφορούν στο σημαντικά δημόσιο συμφέρον. Εν τέλει λοιπόν υφίστανται δύο βασικές κατηγορίας παρανομίας της εταιρείας:
    • Αδικήματα που προϋποθέτουν δόλο και διαπράττονται από την εταιρεία μεν αλλά με δόλο που προέρχεται από τα όργανα διοίκησής της, έστω και κατά πλειοψηφία. Η δε στοιχειοθέτηση των αδικημάτων αυτών είναι εμφανώς ιδιαίτερα δύσκολη καθώς όχι μόνο πρέπει να αναδειχθεί η πρόθεση κάποιου προσώπου, το οποίο είναι από μόνο του δυσχερές, αλλά θα πρέπει αυτό να γίνει στα πλαίσια μίας συλλογικής λειτουργίας με διάφορα επίπεδα λήψης αποφάσεων κλπ…
    • Αδικήματα που αφορούν ευθέως στις εταιρείες και δεν απαιτούν δόλο, όπως για παράδειγμα, η μόλυνση του περιβάλλοντος από βιομηχανικές μονάδες, οπότε το δημόσιο συμφέρον θέτει ένα ιδιαίτερα χαμηλό πήχη καταδίκης.

Τα ανωτέρω ισχύουν σε κάποιο βαθμό σε διάφορα νομικά πλαίσια λαμβάνοντας υπ’ όψιν πάντα, την νομική ιστορία, παράδοση, και θεωρία που υποστηρίζει τα πλαίσια αυτά. [Σημείωση: Επειδή ακριβώς η ηθική αξιολόγηση είναι διακριτή από την ποινική αξιολόγηση και επειδή οι συνέπειες της δεύτερης είναι στέρηση κάποιων δικαιωμάτων ενώ της πρώτης είναι η καταγραφή μίας απαξίας, κατά την ηθική αξιολόγηση των εταιρειών μπορούμε να είμαστε πιο ελαστικοί σε σχέση με τον ακριβή εντοπισμό της πηγής του συλλογικού δόλου. Δεν χρειάζεται δηλαδή να προσδιορίσουμε ακριβώς το ή τα στελέχη που δημιούργησαν τη συλλογική βούληση για την μεμπτή πράξη.]

 

ΗΘΙΚΗ ΥΠΌΣΤΑΣΗ

Στην προηγούμενη ανασκόπηση σας είχα αναφέρει τα εξής:

«Σε όλη μας τη συζήτηση μέχρι τώρα τόσο το υποκείμενο της ηθικής (ο δράστης) όσο και το αντικείμενο της ηθικής (εκείνος με την ηθική υπόσταση) είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο, η συζήτηση για την διεύρυνση του συνόλου των αντικειμένων με ηθική υπόσταση είναι ζωντανή, ειδικά εν μέσω της διαφαινόμενης κλιματικής αλλαγής, της συζήτησης για την προστασία του περιβάλλοντος και των ζώων, την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, των επιπτώσεων της βιομηχανοποίησης της οικονομίας αλλά και του καταναλωτισμού στο περιβάλλον καθώς και της διαφαινόμενης πλέον δημιουργίας νέων μορφών ύπαρξης  όπως ρομπότ (με τεχνητή νοημοσύνη). Το εννοιολογικό πλαίσιο που έχουμε θέσει μέχρι στιγμής έχει ενοποιήσει σε μεγάλο βαθμό πολλαπλές ηθικές προσεγγίσεις και έχει αναδείξει την πολυπλοκότητα της συζήτησης περί επιχειρηματικής ηθικής. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχουμε προσδώσει ηθική υπόσταση σε μέλη άλλων οντολογικών κλάσεων πέραν του ανθρωπίνου είδους, πρωτίστως καθώς η ηθική εδράζει στην προσφορά προς άλλους ανθρώπους και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Συνεπώς, κατά τα φαινόμενα, είτε πρέπει να διευρύνουμε τα θεμέλια της ηθικής μας σκέψης ώστε να διευρύνουμε ταυτόχρονα και το σύνολο των εχόντων ηθική υπόσταση, είτε πρέπει να αποδεχθούμε πως μη ανθρώπινα αντικείμενα δεν έχουν ηθική υπόσταση, στην οποία περίπτωση η συζήτηση για την προστασία τους (π.χ. του περιβάλλοντος) θα είχε αμιγώς λειτουργική ή συναισθηματική βάση. Η πρώτη εναλλακτική θα μας ανάγκαζε να διευρύνουμε έννοιες όπως «αξιοπρέπεια» ή «ανάγκες» και να τις σχετίσουμε με  μην ανθρώπινα αλλά και μη έμβια αντικείμενα, ενώ η δεύτερη είναι αντίθετη με την διαίσθηση πολλών από εμάς και άρα περιοριστική. Για την επίλυση αυτού του ιδιαίτερα δύσκολου προβλήματος θα χρειαστούμε πολύ ισχυρή μεταφυσική συνδρομή, την οποία θα εξετάσουμε στην επόμενη συνάντησή μας.»

Ο γενικότερος κανόνας που έχω διαμορφώσει στο μυαλό μου, ο οποίος διακρίνω πως ισχύει τόσο στις επιστήμες όσο και στη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, είναι πως αν μετά από πολύ μεγάλη σε πλάτος και βάθος διερεύνηση ενός αντικειμένου παραμένουν ουσιαστικά και αναπάντητα ερωτήματα και η προσπάθεια να επιλυθεί το ένα πρόβλημα αναδεικνύει αυτομάτως ένα άλλο (βλέπε και το αγαπημένο παιχνίδι whac-a-mole στο λουνα-παρκ), τότε χρειάζεται δραστική αλλαγή πλαισίου ή εισαγωγή σημαντικών εννοιών. Εν προκειμένω είδαμε πως χρειαζόμαστε μία μεταφυσική συνδρομή και, συγκεκριμένα, το χρόνο. Χωρίς να το αντιληφθούμε, σε όλες μας τις συζητήσεις, έχουμε αποδεχθεί εμμέσως μία στατική θεώρηση με επίκεντρο την παρόν: εμείς κάνουμε την ηθική αξιολόγηση, μίας συμπεριφοράς που είτε έχει γίνει στο παρελθόν είτε σκεφτόμαστε να διαπραχθεί σε μέλλον, αλλά χωρίς να αξιολογούμε την χρονική διαφοροποίηση κατ’ ουσίαν. Μάλιστα, ακόμα και η ίδια η αξιολόγηση απαιτεί χρόνο όπως και επ’ αυτής συζήτηση με άλλους προκειμένου να ελεγχθεί, αλλά εμείς την έχουμε αντιμετωπίσει στατικά, συμπτύσσοντας το χρόνο σε «μία χρονική στιγμή», η οποία, παρεμπιπτόντως, ακόμα και σε μεταφυσικό επίπεδο είναι αμφίβολο αν υφίσταται.

                Σε ένα μόνο σημείο της συζήτησής μας είχαμε εντάξει τη ροή του χρόνου: κατά την συζήτηση της πρώτης ημέρας είχαμε αναφερθεί στις «δέκα εντολές» των Αβρααμικών θρησκειών. Προς υπεράσπισή των έναντι των εμφανών ηθικών αδυναμιών τους (όπως την υποβάθμιση της ηθικής υπόστασης της γυναίκας), είχαμε αντιτείνει το χρονικό σημείο γένεσης τους και το διαφορετικό ηθικό πλαίσιο της εποχής (ως μία μορφή χρονικής ηθικής σχετικότητας). Αυτή η χρονική σχετικότητα έρχεται σε αντίφαση με τη θεία πηγή των εντολών αυτών, στο βαθμό που ο Θεός θα πρέπει ταυτόχρονα να είναι παντοδύναμος, παντογνώστης και πανταχού παρόν (στο χώρο-χρόνο), αλλά είναι λογικά συμβατή με την ηθική στο βαθμό που η ηθική είναι δυναμική και εξελίσσεται. Για το θέμα αυτό, που εν τέλει εντάσσεται στη μετα-ηθική έννοια της ηθικής σχετικότητας (εν προκειμένω στο χρόνο αντί του χώρου) σας παραπέμπω στη γνώριμη πλέον θεωρία ISCT και τον αποδεκτό περιορισμό του ηθικού ελεύθερου χώρου: για να είναι ένα υπό εξέταση προγενέστερο ηθικό πλαίσιο ή κάποιος ηθικός κανόνας αποδεκτός θα πρέπει να έχει διασφαλιστεί η συναίνεση των ατόμων που επηρεάζει και να είναι συμβατή με κάποιες πανανθρώπινες αξίες. Το αν αυτές οι αξίες είναι δυναμικές είναι επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Ωστόσο, με τη δική μας πιο θεμελιώδη αναλυτική προσέγγιση, οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων είναι ως επί το πλείστον διαχρονικές και το μόνο που ενδέχεται να αλλάζει συν τω χρόνω είναι το σημείο κορεσμού τους και η εμβέλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ταυτόχρονα το ανθρώπινο είδος είναι διαχρονικά σαφώς προσδιορισμένο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλείει τους ηττημένους στο πόλεμο, τους καθ’ οιοδήποτε άλλο τρόπο σκλαβωμένους, τις γυναίκες, ή τους κατά τα σπαρτιατικά θέσμια αδύναμους κλπ…

Επιστρέφοντες στο θέμα της ηθικής υπόστασης μη ανθρωπίνων όντων ή πραγμάτων, θα είμαστε λογικά συνεπής στην αφετηρία που έχουμε θέσει αν συνδέσουμε τα ζώα, τα φυτά, το περιβάλλον και τις νέες μορφές «επίδρασης» (agency) όπως την τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομποτ με το ανθρώπινο είδος. Με τον τρόπο αυτό θα παραμείνει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια το κεντρικό ζητούμενο στην ηθική και ταυτόχρονα θα αιτιολογηθεί η ηθική ευαισθησία που έχουμε για τα έμβια όντα αλλά και το περιβάλλον.

Όπως συζητήσαμε, λοιπόν, μόλις αντιληφθούμε πως ο «αόριστος άλλος άνθρωπος» δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε όσους υφίστανται το χρονικό σημείο που εκφωνούμε την φράση αυτή, προκύπτει πολύ φυσικά η διεύρυνση του συνόλου αυτού σε όσους ανθρώπους υπήρξαν αλλά και θα υπάρξουν. Αυτών των ανθρώπων την αξιοπρέπεια διαφυλάσσει η ηθική. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται αυτόματα γιατί και σε ποιο βαθμό έχουν έμμεση ηθική υπόσταση τα έμβια όντα και το περιβάλλον: όχι επειδή επεκτείνουμε αυθαίρετα την ηθική βάση πέραν του ανθρώπου αλλά επειδή διορθώνουμε, ως οφείλαμε άλλωστε, τη χρονική μας μυωπία.

Μάλιστα, η επέκταση αυτή είναι συμβατή με την αναλυτική βάση της ηθικής, πέραν δηλαδή της πιθανής εξελικτικής της αφετηρίας:  από εξελικτικής σκοπιάς αυτό που μετρά είναι η διαιώνιση τους είδους στο μέλλον και συνεπώς ο αδύναμος, εκείνος που δεν μπορεί να αναπαράγει ή έχει εξαντλήσει την αναπαραγωγική του δυνατότητα και, φυσικά εκείνος που έχει αποβιώσει, είναι αδιάφορος. Αντιθέτως, στην ηθική είναι έστω και διαισθητικά σαφές πως  μας ενδιαφέρει ίσως και περισσότερο ο αδύναμος κλπ., καθώς ο αποβιώσαν, ακριβώς επειδή έχει την μέγιστα αδυναμία επίδρασης. [Σημείωση: Σε όλη αυτή τη συζήτηση μέχρι στιγμής δεν έχω καν αναφερθεί σε αυτή καθ’ αυτή τη σχετικότητα του χρόνου. Σε αντίθεση με την κοινή λογική ο χρόνος και η συγχρονία δεν είναι απόλυτα. Ο χρόνος κυλά διαφορετικά μεταξύ ατόμων (συστημάτων αναφοράς) που έχουν μεταξύ τους κίνηση, ενώ δύο συμβάντα τα οποία είναι σύγχρονα για το ένα σύστημα δεν είναι σύγχρονα για το άλλο. Αντίστοιχα, ένα συμβάν που είναι στο παρελθόν ενός ατόμου μπορεί κάλλιστα να βρίσκεται στο μέλλον του άλλου (χωρίς όμως να μπορεί ο πρώτος να επικοινωνήσει την πληροφορία αυτή στο δεύτερο). Συνεπώς, θα ήταν αδόκιμο και κάπως αστείο να χτίσουμε μία θεωρία η οποία στο βαθύτερο μεταφυσικό επίπεδο θα είναι αναγκαστικά συμβατή μόνο μεταξύ ατόμων που έχουν σταθερή μεταξύ τους απόσταση και μόλις αρχίζουν να κινούνται μεταξύ τους να καταρρέει.].

                Εν τέλει, λοιπόν, μπορούμε να προσδώσουμε έμμεση ηθική υπόσταση στα έμβια όντα, στο περιβάλλον κλπ, στο βαθμό που η ισορροπία του οικοσυστήματος είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των μελλοντικών γενιών, ανεξαρτήτως αν αυτές θα περιλαμβάνουν τα δικά μας ατομικά γονίδια. Αυτό είναι άλλωστε και η ουσία της βιώσιμης ανάπτυξης και χρηστής διαχείρισης των γήινων, και όχι μόνο, πόρων. Χρονικά αντίστροφα, η παράδοση, δηλαδή η παρακαταθήκη και το αποτύπωμα των προγόνων μας έχει και αυτή έμμεση ηθική υπόσταση η οποία πηγάζει ακριβώς από την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εκείνων. [Σημείωση:  Θυμίζω πως συνδέσαμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με την ικανοποίηση των αναγκών έλλειψης μέχρι του σημείου κορεσμού. Ωστόσο πέραν της επιβίωσης, σε αυτές τις ανάγκες περιλαμβάνεται και η εκτίμηση η οποία, ως ετερογενής έννοια δεν παύει με τον θάνατο κάποιου. Προφανώς δεν αποτελεί πλέον ανάγκη του αποβιώσαντος αλλά ήταν ανάγκη του όσο βρισκόταν εν ζωή και προέβαλε αυτή την εκτίμηση στο δικό του μέλλον ακόμα και μετά θάνατό του. Μάλιστα, υπό αυτή την έννοια, μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεμελιώδης εν ζωή ανάγκη καθώς η «επέκταση της ζωής μέσω της παρακαταθήκης» μπορεί να απαλύνει το διαρκές οντολογικό άγχος που διακατέχει τους πάντες: το άγχος του θανάτου.]

 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ

Μιλήσαμε ταχύτατα αλλά ουσιαστικά για την έννοια της πληροφορίας, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο βαθύτερο επίπεδο (μαθηματικά της πληροφορίας και επικοινωνίας αλλά, πλέον και στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης θεωρητικής φυσικής). Συγκεκριμένα, διαχωρίσαμε μεταξύ των δεδομένων (data) [δηλαδή τα αποτελέσματα μίας παρατήρησης/μέτρησης], της πληροφορίας (information) [δηλαδή της τοποθέτησης του δεδομένου σε μία πιθανολογική κατανομή και του βαθμού που το δεδομένο αυτό επηρεάζει το βαθμό αβεβαιότητας που αρχικά είχαμε επ’ αυτού, και της γνώσης (knowledge) [δηλαδή της ένταξης της πληροφορίας σε ένα εννοιολογικό ή τελεολογικό ή υπαρξιακό ή σημασιολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου η πληροφορία συμβάλει στην κατανόηση ή είναι χρήσιμη]. [Σημείωση: (1) Πιο αυστηρά, αναφερόμαστε όχι απλά στην έννοια της πληροφορίας αλλά την ποσοτικοποίησή της και με τον τρόπο αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, η βασική μονάδα της πληροφορίας που είναι το γνωστό σε όλους bit αλλά και πολλαπλάσια αυτού όπως το byte και κυρίως το megabyte/gigabyte που συναντούμε στα προγράμματα κινητής τηλεφωνίας, τις ταχύτητες του wifi και εν γένει σε πληροφορίες που εντάσσονται σε ένα δυαδικό σύστημα (binary). Είναι όμως ενδιαφέρον πως σε αυτά τα προγράμματα γίνεται αναφορά σε «δεδομένα» και όχι σε «πληροφορίες»… (2) Επισημαίνω εδώ πως υπό αυτό το πρίσμα η γνώση διαφέρει από την έννοια της βέβαιης πεποίθησης που λαμβάνει στην μαθηματική επιστημολογία αλλά μπορεί να σχετιστεί με την παραδοσιακή έννοια της γνώσης στην φιλοσοφική επιστημολογία «justified trued belief» αλλά και τις κατά Gettier επεκτάσεις της, καθώς το «justified» περιλαμβάνει κάποιο εννοιολογικό πλαίσιο εντός του οποίου προκύπτει αυτή η αιτιολόγηση της δημιουργίας της πεποίθησης. Εξυπακούεται πως δεν είναι επί του παρόντος να  αναλύσουμε και αυτό το θέμα, απλά το επισημαίνω καθώς χρησιμοποιώ τον όρο «γνώση» εν προκειμένω με έναν κατ’ αρχάς αντισυμβατικό τρόπο. Εξυπακούεται, δε πως επιθυμία μου είναι η σύγκλιση όλων αυτών των εννοιολογικών αποχρώσεων αλλά σε άλλο χρόνο και τόπο.]

                Επικοινωνία είναι λοιπόν η μετάδοση των δεδομένων, πληροφοριών και γνώσεων από ένα άτομο σε ένα άλλο. Μήνυμα είναι ακριβώς το δεδομένο, η πληροφορία ή η γνώση. Το θέμα της αυθεντικότητας της επικοινωνίας είναι κρίσιμο και αρχικά σας το έθεσα ως εννοιολογικό: επικοινωνία είναι εξ ορισμού η αυθεντική επικοινωνία. Ωστόσο, νομίζω πως πρέπει να υποχωρήσω από αυτή την πολωμένη θέση καθώς κατά την συνειδητή μεταφορά ενός μηνύματος από τον Α στον Β δεν θα ήταν πρακτικό και δόκιμο να εντάξουμε στον ορισμό της επικοινωνίας τις προθέσεις ή τα σφάλματα του Α ή του Β. Ας κρατήσουμε αυτά τα στοιχεία για την ποινική ή ηθική αξιολόγησή της… Συνεπώς, η αφετηρία μας είναι πως επικοινωνία είναι η συνειδητή μεταβίβαση ενός μηνύματος (δεδομένο, πληροφορία, γνώση) από τον Α στον Β και μπορεί να ισχύουν τα ακόλουθα:

  1. Εσφαλμένη επικοινωνία όταν ο Α θέλει να μεταφέρει το μήνυμα Χ αλλά ο Β λαμβάνει το μήνυμα Ψ, είτε λόγω κακής κωδικοποίησης από πλευράς του Α, είτε λόγω θορύβου, είτε λόγω κακής αποκωδικοποίησης του Β κλπ…
  2. Μη αυθεντικής επικοινωνίας (ψεύδους) όταν ο Α θέλει να μεταφέρει το μήνυμα Χ το οποίο όμως γνωρίζει πως είναι αναληθές, με σκοπό να το εκλάβει ο Β ως αληθές. Προσοχή: Υφίσταται το ενδεχόμενο το μήνυμα να είναι πράγματι αληθές εν αγνοία του Α οπότε και πάλι έχουμε ψεύδος από την πλευρά του Α αλλά, παραδόξως η επικοινωνία είναι πιστή (καθώς το μήνυμα είναι αληθές).

Και στις δύο αυτές περιπτώσεις αναφερόμαστε στο μήνυμα γενικά, αλλά, πιο συγκεκριμένα:

  1. Αν το μήνυμα είναι δεδομένο τότε μιλάμε για ενδεχόμενη αλλοίωση του αποτελέσματος της μέτρησης/παρατήρησης.
  2. Αν το μήνυμα είναι πληροφορία τότε μιλάμε για ενδεχόμενη αλλοίωση είτε του δεδομένου είτε τις υποκείμενης κατανομής που αφορά στα δεδομένα.
  3. Αν το μήνυμα είναι γνώση τότε μιλάμε για ενδεχόμενη αλλοίωση είτε της πληροφορίας είτε του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και με τον τρόπο αυτό προσδίδει νόημα στο μήνυμα.

Είναι σαφές λοιπόν πως όσο το μήνυμα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα (από δεδομένο σε γνώση) τόσο πιο σύνθετη είναι η διαδικασία επαλήθευσής του και τόσο ευχερέστερη η δυνατότητα αλλοίωσής του. Αυτό άλλωστε μία συνάδελφός σας αντιλήφθηκε με την πρώτη αναφορά στο πλαίσιο που απαιτεί η γνώση και το σχολίασε με ορθότητα. Στο πεδίο της ηθικής λοιπόν είναι σαφές πως η αφετηρία μας είναι πως η αλλοίωση της επικοινωνίας είναι μεμπτή καθώς ο σκοπός της είναι η μετάδοση του αυθεντικού μηνύματος προς τον δέκτη, ειδικά όταν αποσκοπούμε κάποιο όφελος με την πράξη αυτή και αυτό επιφέρει ταυτόχρονα ζημία στον δέκτη που βασίζεται στο μήνυμα για να δράσει. Αυτό είναι άλλωστε και το γενικότερο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης όπου όπως έχουμε δει και οι δύο πλευρές επιδιώκουν το όφελος και όπου εν τέλει, στο όριο της παραγωγικότητας, η διαδικασία είναι επιμεριστική (μεγαλύτερο όφελος για τον έναν σημαίνει μικρότερο όφελος για τον άλλο).

                Είδαμε όμως και άλλες «αλλοιώσεις» της επικοινωνίας, όπως η χρήση της αοριστίας, της αμφισημίας, και τις μπουρδολογίας ή μπαρουφολογίας (bullshitting). [Σημείωση: Εξυπακούεται πως γενικά ο παραλογισμός ως εργαλείο επίτευξης ενός αποτελέσματος που περιλαμβάνει την αποδοχή του άλλου είναι προβληματικός καθώς η αποδοχή του άλλου δεν είναι γνήσια. Ειδικά στο πεδίο του διαλόγου ξεκινούμε από τη βασική παραδοχή πως ο διάλογος έχεις ο σκοπό την κοινή αναζήτηση της αλήθειας με εργαλείο τη λογική/επιχειρηματολογία (δηλαδή είναι η συλλογική κριτική σκέψη, βλέπε και Grice και λοιπών για αρχές του διαλόγου). Αλλοίωση αυτών των παραδοχών προς επίτευξη άλλου σκοπού αλλά με επίκληση σε αυτές κατ’ επίφαση είναι παραπλανητική και ως εκ τούτου ηθικά ελέγξιμη. Εξυπακούεται δε πως υπό αυτό τον ορισμό του διαλόγου τα debate και συναφή επικοινωνιακά εγχειρήματα επικράτησης δεν είναι διάλογοι και, στο βαθμό που επικαλούνται κατ’ επίφαση συνέπεια στις αρχές της λογικής και του διαλόγου είναι ηθικά ελέγξιμα και αυτά.] Ειδικά η μπουρδολογία, θυμίζω πως αφορά την μετάδοση μηνύματος με σκοπό τον εντυπωσιασμό και με ταυτόχρονη αδιαφορία για την αυθεντικότητα του μηνύματος. Αποτελεί συνεπώς ηθικά ελέγξιμη πράξη στο βαθμό που ο εντυπωσιασμός αποτελεί ίδιον όφελος που σχετίζεται με ανάγκες έλλειψης πέραν του κορεσμού (εκτίμηση), πολλώ μάλλον όταν κάποιος αποσπά τον εντυπωσιασμό αυτό αβάσιμα ή και παραπλανητικά, πολλώ μάλιστα όταν υποκρύπτεται και απτό ίδιον όφελος όπως το οικονομικό. Είμαι δε ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ψευδο-επιστημονική μπουρδολογία καθώς  η αυθεντική πνευματική αναζήτηση έχει μόνο ένα σκοπό, την αναζήτηση της αλήθειας προς όφελος της ανθρωπότητας και οι μεγάλες πνευματικές κατακτήσεις κρύβουν ασύλληπτη προσπάθεια και απύθμενο πνευματικό βάθος. Όταν λοιπόν κάποιος μπουρδολόγος χρησιμοποιεί με επιφανειακό, αυθάδη  και ανερμάτιστο τρόπο βαθύς όρους ή εκφράσεις προκειμένου να υποκλέψει μέρος από τη λάμψη των κατακτήσεων αυτών δεν πλήττει μόνο τα επικοινωνιακά του θύματα αλλά και το σύνολο των λαμπρών διανοητών που αφιέρωσαν κυριολεκτικά τη ζωή τους για τα πνευματικά αυτά επιτεύγματα. Οι άνθρωποι αυτοί ακριβώς λόγω αυτών των επιτευγμάτων αντιλήφθηκαν το απύθμενο βάθος και εύρος της συλλογικής μας άγνοιας, την οποία ο μπουροδολόγος προφανώς αγνοεί μεταξύ όλων ων άλλων που αγνοεί. Όταν δε η ψευδοεπιστημονική, ψευδοδιανοητική, ψευδολόγια ή ψευδοευαίσθητη μπουρδολογία έχει ως θύματα τους σωματικά ή ψυχολογικά αδύναμους ανθρώπους τότε καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής και επικίνδυνη:

Προκειμένου λοιπόν να βρούμε ψυχική γαλήνη και νόημα (ευδαιμονία) μπορούμε, κατ’ αρχάς, να διερευνήσουμε, πάντα υπό την ανεκτίμητη καθοδήγηση των περιούσιων πεφωτισμένων, την κβαντική διεμπλοκή μεταξύ του συμπαντικού κάρματος και του γήινου τσάκρατος, σε μία μη-τοπική αλληλεπίδραση της υπέρθεσης των υπερσυμμετρικών ενεργειακών πεδίων, η οποία επηρεάζει αιτιωδώς την εντροπία της ψυχικής μας ανάτασης, ώστε να ανακαλύψουμε τις απεριόριστες δυνάμεις του τοπολογικού υπερεγώ μας, όπως άλλωστε δικαιούμαστε και μας αξίζει και, με τον τρόπο αυτό, να γίνουμε ένα με το φαινομενολογικό συμπαντικό συμπαγές μέσω μίας αιτιώδους διαλεκτικής όπου το αστρικό γίγνεσθαι συνομιλεί στοχαστικά με τις κυρτές καμπύλες του βαρυτιακού χωροχρόνου, ως ένα πρελούδιο μίας συμφωνίας  σιωπηρών τανυστικών κραυγών της ιστορικής ψυχοκινητικής φαντασίωσης των μελλοντικών ποιητών του ερωτικού μετα-τραυματικού αισθησιασμού της νοσταλγίας.

                Εναλλακτικά, μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη της πορείας της ζωής κατά το δυνατό, να μοχθήσουμε ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες έλλειψής μας μέχρι του σημείου κορεσμού και να αφιερώσουμε (εναπομένουσες;) δυνάμεις στην αναζήτηση της αλήθειας, του ωραίου, του καλού ή, κατ’ ελεύθερη επιλογή και αδιαμεσολάβητα, του θείου. Παράλληλα να αναμένουμε πως το σχεσιακό μας πλέγμα, η κοινωνική και πολιτική οργάνωση, καθώς και η ηθική πρόοδος της ανθρωπότητας θα συνεπικουρήσουν στην προσπάθεια αυτή, όταν αυτό απαιτηθεί από τις συνθήκες.

 

Τέλος, ειδικά στο ακαδημαϊκό πεδίο, ενώ ορίσαμε ανωτέρω την επικοινωνία ως τη μετάδοση και λήψη μηνύματος, εντάσσοντας έτσι στον ορισμό και περιπτώσεις αλλοίωσης του μηνύματος, ωστόσο ο σκοπός της επικοινωνίας παραμένει η πιστή μετάδοσή του και γι’ αυτό άλλωστε δίνεται έμφαση στο μαθηματικό και φυσικό πεδίο για τους τρόπους περιορισμού των σφαλμάτων αλλά και την ανάκτηση του αρχικού μηνύματος. Ωστόσο, στο ανθρωπιστικό πεδίο διαφαίνεται μία εστίαση στην αλλοιωμένη επικοινωνία, κυρίως όταν οι δέκτες είναι πολλαπλοί, και μάλιστα χωρίς η στόχευση να είναι η απόκρουση και διόρθωση της αλλοίωσης, εξ ου και η ένστασή μου με την περιγραφή αυτού του επιστημονικού πεδίου ως «επικοινωνιολογία». Ακόμα και με τον ουδέτερο ορισμό της επικοινωνίας, η ένσταση αυτή παραμένει ενεργή. Κατ’ αναλογία και προς επίρρωση αυτού, η «εγκληματολογία» μπορεί να μελετά την εγκληματική συμπεριφορά αλλά ο σαφής στόχος της μελέτης αυτής δεν είναι καλύτερη κατανόηση των αιτών και συνθηκών των εγκλημάτων ώστε να διαπράττονται ευκολότερα και αποτελεσματικότερα αλλά ώστε να περιοριστούν προς όφελος όλης της κοινωνίας αλλά και των επίδοξων εγκληματιών. Αυτό συμβαίνει, καθώς στις επιστήμες γενικότερα, πολλώ μάλλον στις ανθρωπιστικές επιστήμες, το όφελος της ανθρωπότητας συλλογικά και των ανθρώπων ατομικά είναι αυτονόητος κοινός στόχος εφόσον θέλουμε να εντάξουμε την ανθρώπινη διανόηση στο πλαίσιο της ηθικής προόδου που επιδεικνύει η ανθρωπότητα και να της προσδώσουμε την ευρύτερη κοινωνική αξία αλλά και τον υπερβατική χαρακτήρα ως ανάγκη ανάπτυξης και όχι ως ανάγκη έλλειψης. Και όσοι αποκηρύσσουν την ηθική αυτή πρόοδο θέτουν αυτομάτως τους εαυτούς τους εκτός ηθικής υπόστασης, για τους ίδιους λογικούς λόγους (πλεονασμός;) που τεκμηρίωσαν την δυαδικότητα μεταξύ δικαιωμάτων και ευθυνών. Ως εκ τούτου θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να υποστούν όλες τις αρνητικές συνέπειες από την χρήση της επιστημονικής γνώσης εις βάρους τους, χωρίς ηθικούς φραγμούς από τους κατόχους της γνώσης αυτής.

 

 

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σε άμεση συνέχεια των ανωτέρω αναφερθήκαμε, εκ νέου, στην εταιρική «επικοινωνία», κοινώς τη διαφήμιση. Ο όρος επικοινωνία είναι σαφώς πιο εύπεπτος αλλά προσδίδει και μία συμμετρική σχέση σε μία μη συμμετρική πράξη. Συγκεκριμένα, η επικοινωνία ενώ μπορεί κάλλιστα να αφορά στη μετάδοση ενός μηνύματος από έναν πομπό σε ένα δέκτη, ωστόσο, ως όρος είναι συμμετρικός αφού καθείς μπορεί να είναι είτε πομπός είτε δέκτης είτε και τα δύο ταυτόχρονα. Ενώ λοιπόν τυπικά η εταιρική διαφήμιση ενός προϊόντος ή υπηρεσίας είναι πράγματι επικοινωνία, εντούτοις είναι μία εγγενώς ασύμμετρη και μονομερή πράξη. Οπότε η χρήση ενός διμερούς όρου σε αυτή την περίπτωση είναι ελέγξιμη. Πολλώ μάλλον όταν η αλλοίωση αφορά σε την ίδια την έννοια της συμμετρίας της οποίας την επιστημολογική, μεταφυσική, ηθική αλλά και αισθητική σημασία διαρκώς επισημαίνω και δεν θα πάψω να επισημάινω.

                Είδαμε μάλιστα και τρία απτά παραδείγματα εμφανώς παραπλανητικής εταιρικής «επικοινωνίας» τα δύο πρώτα εκ των οποίων εκμεταλλεύονται, μεταξύ άλλων, την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τον ναρκισσισμό, η δε τρίτη την άγνοιά μας σχετικά με τα βασικά διατροφικά στοιχεία.

                Τα δύο πρώτα παραδείγματα εκκίνησαν μία σύντομη συζήτηση για την ηθική αξιολόγηση της πρακτικής κάποιον επιχειρήσεων να ικανοποιούν ανάγκες έλλειψης πέραν το σημείου κορεσμού ή να δημιουργούν νέες ανάγκες (ή μήπως απλές επιθυμίες) στους υποψηφίους πελάτες τους. Προφανώς σύμφωνα με τα λεγόμενά μας η ικανοποίηση αναγκών άλλων πέραν του σημείου κορεσμού ή η δημιουργία επιθυμιών, προς ίδιον όφελος, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καλή. Δεδομένου όμως ότι η συναλλαγή (πώληση-αγορά) είναι συναινετική, κατ’ αρχάς δεν διαφαίνεται ανηθικότητα αρκεί, φυσικά, η συναίνεση να είναι αυθεντική (ελεύθερη και ενημερωμένη). Η χρήση της παραπλάνησης ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ψυχολογική χειραγώγηση είναι ηθικά ύποπτη και συχνά επιλήψιμη. Λέω συχνά, αντί για πάντα, καθώς οφείλουμε ακόμα και στις περιπτώσεις αυτές να εξετάσουμε τις ειδικές περιπτώσεις υπό τις οποίες πραγματοποιείται η συναλλαγή και να εξετάσουμε ειδικότερα τη συναίνεση στο βάθος που πλέον έχουμε κατακτήσει – προς τούτο σας παραπέμπω στην βαθύτητα συζήτηση τις δεύτερης και τρίτης συνάντησής μας για την έννοια και εφαρμογή της συναίνεσης στην ανάλυση της σεξουαλικής επίθεσης ή παρενόχλησης. Αφού καταφέραμε να εμβαθύνουμε σε μία τόσο σύνθετη και φορτισμένη κατάσταση, θα το καταφέρουμε ακόμα καλύτερα στο θέμα της εμπορικής συναλλαγής, αν απαιτηθεί εντός του Ιουνίου ή οποτεδήποτε.   

Στο τρίτο παράδειγμα αφιερώσαμε περισσότερο χρόνο καθώς ήταν χαρακτηριστικό μετάδοσης ενός μηνύματος που τυπικά δεν είναι αναληθές αλλά καθίσταται σαφώς παραπλανητικό εφόσον ληφθούν υπ’ όψιν:

  1. Ο τονισμός της ελεγχόμενης πληροφορίας (2%). Εδώ είναι σημαντική και η διαφοροποίηση μεταξύ δεδομένου και πληροφορίας καθώς το δεδομένο 2% καθίσταται πληροφορία (άλλως: εμπεριέχει πολύ πληροφορία) ως μία σπανιότερη αναλογία σε σχέση με τα υπόλοιπα συγκρίσιμα τρόφιμα.
  2. Το εννοιολογικό και λειτουργικό πλαίσιο υπό το οποίο μεταδίδεται η πληροφορία (βλέπε και μετάβαση από την πληροφορία στη γνώση). Είναι σαφές πως στο συγκεκριμένο πλαίσιο η μεταδιδόμενη πληροφορία θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμη γνώση αλλά μόνο στο βαθμό που το εν λόγω ποσοστό αφορούσε το διατροφικό κλάσμα που σας ανέφερα.

Οι επισημάνσεις αυτές είναι ιδιαίτερα λεπτές σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν, εύκολα, να στοιχειοθετήσουν νομική παραπλάνηση. Υποθέτω δε πως η εν λόγω εταιρεία έχει συμβουλευτεί το νομικό της τμήμα, πριν προχωρήσει σε αυτή την πρακτική. Ωστόσο, εμείς εστιάζουμε στην ηθική αξιολόγηση και εδώ, σε αντίθεση με τα πρώτα δύο παραδείγματα, είναι σαφές πως η συναίνεση πλήττεται. Το δε γεγονός πως εμείς, τα θύματα, δεν μπορούμε να αποκρούσουμε αυτή την πρακτική λόγω άγνοιας περί των διατροφικών, δεν απαλλάσσει τον θύτη. Όπως και σε προηγούμενες συζητήσεις μας, οφείλουμε να διαχωρίσουμε την ηθική ή ποινική ευθύνη του θύτη για την κακή πράξη από την αιτιώδη ευθύνη (ή αν προτιμάται συμβολή) του θύματος στο δυσμενές γι’ αυτόν αποτέλεσμα (βλέπε και victim blaming κατά την δεύτερη και τρίτη συνάντησή μας). [Σημείωση: Το εν λόγω προϊόν είναι καθόλα διατροφικά αποδεκτό και το καταναλώνω τακτικά καθώς έχω πλήρη συναίσθηση της διατροφικής του αξίας και περιεκτικότητας. Ωστόσο, ακριβώς επειδή γνωρίζω τι ακριβώς προσφέρει το εντάσσω όσο καλύτερα μπορώ σε μία ισορροπημένη διατροφή. Αν/όταν όμως δεν γνώριζα θα ήταν/ήταν αναμενόμενο να το εντάσσω ανισόρροπα και προβληματικά. Το δε διακύβευμα στην περίπτωση αυτή και πολλών άλλων αντιστοίχων δεν είναι η ματαιοδοξία της εμφάνισης αλλά ευθέως η υγεία.]

 

ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Επειδή η ουσία της διαπραγμάτευσης είναι η συναίνεση η ηθικής σχετίζεται ευθέως με την συναίνεση, την οποία έχουμε αναλύσει επαρκώς. Θυμίζω μόνο πως η διαπραγμάτευση είναι διαδικασία που αποσκοπεί στη συναίνεση (συμφωνία) και ως εκ τούτου στην ηθική μας ανάλυση περιλαμβάνεται τόσο η επικοινωνία προς τη συμφωνία αλλά και η ίδια η συμφωνία και εκτέλεσή της. Επομένως, είναι ηθικά ελέγξιμη τόσο η παραπλάνηση σχετικά με την βούληση του μέρους για επίτευξη συμφωνίας όσο και η παραπλάνηση και άλλως πως ακύρωση της συναίνεσης κατά τη διάρκεια της ολοκλήρωσης της «συμφωνίας».

 

 

Καλή μελέτη,

ΣΒ