Ηωσινόφιλη υπεροξειδάση, η οποία συνδέεται με τους μικροοργανισμόύς και διευκολύνει τη νέκρωσή τους από τα μακροφάγα.
Μείζων βασική πρωτεΐνη, πλούσια σε αργινίνη, η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό του κρυσταλλοειδούς του κοκκίου. Η ουσία αυτή συνδέεται με την μεμβράνη των παρασίτων και την καταστρέφει ( η πρόσδεση γίνεται με τη διαμεσολάβηση του Fc υποδοχέα που φέρει το ηωσινόφιλο). Επίσης προκαλεί απελευθέρωση της ισταμίνης από τα βασεόφιλα με μηχανισμό εξαρτώμενο από τα ιόντα Ca 2+
Ηωσινόφιλη κατιονική, η οποία αδρανοποιεί την ηπαρίνη και μαζί με τη μείζονα βασική πρωτεΐνη προκαλεί την κατάτμηση των παρασίτων.
Άλλα λυσοσωματικά ένζυμα όπως αρυλσουλφατάση, ισταμινάση, όξινη φωσφατάση, ριβονουκλεάση, καθεψίνη.