Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
Κωδικός : MED2135
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
MED2135 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ ΤΟΥ ΤΖΕΪΜΣ ΤΖΟΪΣ ΤΟ 1904 ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ ΤΟ 1987
Περιγραφή
Πόσες φορές μετά από μια ταινία βασισμένη σ’ ένα βιβλίο δεν έχουμε ακούσει : “To βιβλίο είναι «καλύτερο»”; Κατά τη γνώμη μου, η σύγκριση αυτή είναι άστοχη, καθώς κάθε μορφή τέχνης έχει τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας με τον αποδέκτη της∙ άρα το βίωμα του αναγνώστη ενός λογοτεχνικού έργου είναι εξ αρχής διαφορετικό από εκείνο του θεατή της αντίστοιχης ταινίας, άσχετα με το πόσο «πιστή» είναι η ταινία στη δομή και την ατμόσφαιρα του λογοτεχνικού έργου. Θα ασχοληθούμε πάντως τώρα με μια, κατά γενική ομολογία, επιτυχημένη μεταφορά λογοτεχνικού κειμένου στη μεγάλη οθόνη. Πρόκειται για το τελευταία διήγημα-νουβέλα με τίτλο «Ο νεκρός» από τους «Δουβλινέζους», συλλογή διηγημάτων του 1914- μωσαϊκό της ιρλανδέζικης ζωής επί βικτωριανής εποχής- του Τζέϊμς Τζόις που σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο ο Τζον Χιούστον το 1987, χρονιά του θανάτου του σε ηλικία 81 ετών.
Γόνος ευκατάστατης και πολυπληθούς οικογένειας που γρήγορα ξέπεσε κοινωνικά, ο Τζέιμς Τζόις (1882-1941) μαθήτευσε μεν πλάι στους Ιησουίτες εντρυφώντας στη φιλοσοφία του Θωμά του Ακινάτη, μελέτησε σε βάθος από τον Αριστοτέλη ως τον Ίψεν κι από τον Δάντη ως τον Μαλαρμέ, αλλά όπως επισημαίνει η βιογράφος του Έντνα Ο΄ Μπράιαν, οι πραγματικές σπουδές του ήταν άλλες: «Οι καβγάδες, οι θάνατοι, η πείνα, τα μόνιμα οικονομικά προβλήματα ήταν το πικρό σχολείο του και τον έκαναν να περιφρονεί την οικογένειά του και τη χώρα του. Σαν τις αγριόχηνες ήθελε να πετάξει μακριά. Να νιώσει Ευρωπαίος».
Οι «Δουβλινέζοι», αν και βιβλίο κατατρεγμένο, όπως και τα άλλα του Τζέιμς Τζόις, θεωρούνται το πιο αγαπημένο και πολυδιαβασμένο βιβλίο του, ανά τη υφήλιο. Από τα πιο προσιτά έργα του Τζόις, οι «Δουβλινέζοι» μιλούν για την παράλυση της θέλησης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως και για την υποκρισία, τη μιζέρια, τη δειλία και τη μικρότητα μιας κοινωνίας, στερημένης από πνευματικό σφρίγος, παθητικής. Ο πολυτάραχος 20ός αιώνας μόλις ξεκινά και ο μεγάλος Ιρλανδός συγγραφέας, έχοντας πλήρη επίγνωση της αγκυλωμένης πραγματικότητας που παραλύει τη χώρα του, τρυπώνει στις πιο ανύποπτες γωνιές του αγαπημένου του Δουβλίνου και με τα απλούστερα μυθοπλαστικά μέσα -την αβίαστη μα απαράμιλλη οξυδέρκειά του, τα μουντά, ρεαλιστικά χρώματα και τον αφοπλιστικό δισταγμό των ηρώων του την κρίσιμη στιγμή- κατορθώνει να συνθέσει τη σπουδαιότερη ίσως συλλογή διηγημάτων στην ιστορία της αγγλόφωνης λογοτεχνίας. Οι ιστορίες των Δουβλινέζων διέπονται από επιταχυμένη φθορά, από στασιμότητα, αποτελμάτωση και θάνατο. Η ζωή και ο θάνατος τέμνονται διαρκώς και σχηματίζουν μικρούς χώρους, περιορισμένες εμβέλειες, όπου βασιλεύει η παραλυσία. Εντούτοις, ο Τζόις καταλήγει στην επικρότηση της ζωής, των πιθανοτήτων και των δυνατοτήτων της. Οι ιστορίες του βιβλίου ούτε απλά νατουραλιστικά σκίτσα είναι ούτε όμως και κατασκευές με σύνθετο συμβολισμό. Εδώ, ο Τζόις αναπτύσσει τη ματαιότητα μιας ζωής εγκλωβισμένης στη συμβατικότητα των ηθών, προσφέροντας ήδη μια γεύση από την τεχνική που θα χρησιμοποιήσει σ’ όλα τα επόμενα έργα του: φράσεις δηλαδή που εκφράζουν πνευματικές αποκαλύψεις, δημιουργώντας ένα αφηγηματικό ύφος που κινείται σε πολλά και διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα. Αν οι ιστορίες αυτές αποτελούσαν μόνο μια νατουραλιστική απεικόνιση της ιρλανδέζικης μεσαίας τάξης στο Δουβλίνο στις αρχές του 20ου αιώνα, τα διηγήματα αυτά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ή μάλλον θα είχαν ενδιαφέρον μόνο για τους Ιρλανδούς. Όμως είναι ενδιαφέροντα γιατί απεικονίζουν μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνάει όχι μόνο το Δουβλίνο αλλά και ολόκληρη την Ιρλανδία: τη ματαίωση (frustration). Αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτήν, θα πρέπει να επισκεφτούμε όλα τα μπαρ του Δουβλίνου και να πιούμε άφθονη μπύρα και ουίσκι με τους ήρωές τους.
Αναμφίβολα, οι Δουβλινέζοι είναι ο κόσμος που μεγάλωσε ο Τζόις. Μιλάμε για το Δουβλίνο της βικτωριανής εποχής, όπου η φτώχεια του κόσμου προκαλεί οργή και υπάρχει παντού μια κρυφή αγανάκτηση. Μιλάμε για έναν κόσμο γεμάτο υποκρισία και καθωσπρεπισμό, που ώρες ώρες μοιάζει αφόρητος και κυνικός. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο ίδιος ο Τζόις άφησε την πόλη του, που αγαπούσε να τη μισεί και δεν επέστρεψε ποτέ. Αυτές οι σύντομες ιστορίες που ξεκίνησε να γράφει ο Τζόις στα 22 του, αποτυπώνουν την ασφυξία, την οργή αλλά και την αλλόκοτη τρυφερότητα που ένιωθε για τη γενέτειρά του ο μετέπειτα δημιουργός του «Οδυσσέα». Ο Τζόις αντιμετώπιζε τους «Δουβλινέζους» ως ένα κεφάλαιο της ιστορίας των ιρλανδέζικων ηθών μέσα από αφηγήσεις αντλημένες από τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια κυρίως, αλλά και από τη δημόσια ζωή, όπως την είχε αντιληφθεί. Είναι αλήθεια ότι ο Τζόις καταφέρνει να δει την ομορφιά μέσα στην ασχήμια μιας κοινωνίας που σαπίζει και φαίνεται ότι δεν θα μπορέσει να αναστηθεί ποτέ. Οι καθημερινές ιστορίες των πολιτών, που είναι έμμεσα συνδεδεμένες, μοιάζουν με αδιέξοδα, με τούνελ που στο τέλος δεν λάμπει κανένα φως, αλλά οι περιγραφές του αστικού τοπίου, οι προσδοκίες και τα όνειρα των «καλών» ηρώων και κυρίως η αγάπη του συγγραφέα που είναι διάχυτη παντού, μοιάζει να συγχωρεί όλα τα δεινά και να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας δεύτερης ευκαιρίας στην κοινωνία, τη χώρα, την ανθρωπότητα, που μπορεί να μην φτάσει άμεσα, αλλά κάποια στιγμή δεν μπορεί παρά να έρθει.
Ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον πέθαινε, όταν σκηνοθετούσε τον «Νεκρό». Με μόνιμη μάσκα οξυγόνου, καμπουριασμένος και καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αδύναμος από το εμφύσημα και την καρδιακή νόσο του, παρέμενε τελειομανιακά προσεκτικός και στην παραμικρή απόχρωση της ταινίας που γυρνούσε, έχοντας απόλυτη συναίσθηση του πόσο επιβάρυνε την ιδιαίτερα εύθραυστη υγεία του. Η κόρη του σκηνοθέτη, Αντζέλικα, έπαιζε τον κρίσιμο ρόλο της Γκρέτας στην ταινία, ενώ ο γυιός του, Τόνι, δούλεψε το σενάριο και υπηρέτησε ως βοηθός του πατέρα του, κρατώντας μυστικό από τον κόσμο, το πόσο άρρωστος ήταν ο σκηνοθέτης. Η ιστορία του Τζέιμς Τζόις, οδηγεί με διακριτικά σημάδια σε μια τελική μεγάλη έκρηξη θλίψης και αγάπης, αλλά μέχρι τότε, όπως παρατήρησε ο Χιούστον, «το μεγαλύτερο κομμάτι δράσης είναι να προσπαθείς να περάσεις το λιμάνι». Ο Χιούστον ξεκίνησε τα γυρίσματα του «Νεκρού» τον Ιανουάριο του 1987, τα τελείωσε τον Απρίλιο και στα τέλη Αυγούστου ξεψύχησε, τρεις μήνες πριν προλάβει να δει την ταινία του να κυκλοφορεί στις αίθουσες. Με τους «Δουβλινέζους» άφησε πίσω του μερικές από τις πιο ειλικρινείς, τις πιο γνήσια αποκαλυπτικές στιγμές του, βάζοντας με ήρεμα συγκλονιστικό τρόπο κατακλείδα σε μια από τις κεφαλαιώδεις φιλμογραφίες του αμερικανικού σινεμά.
Στο Δουβλίνο του 1904, τη χιονισμένη νύχτα των Θεοφανείων, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, το φιλόξενο σπίτι δυο ηλικιωμένων αδελφών, της Τζούλιας (Κάθριν Ντιλέινι) και της Κέιτ (Χελένα Κάρολ) και της αγαπημένης ανιψιάς τους (Ίνγκριντ Κρέιγκ) που έχουν περάσει τη ζωή τους ερμηνεύοντας ή διδάσκοντας μουσική, προσφέρει ζεστασιά και θαλπωρή στους συγγενείς και φίλους που το επισκέπτονται. Γραμμή προς γραμμή και σκηνή με σκηνή, η ταινία αντικατοπτρίζει πιστά το βιβλίο. Η ατμόσφαιρα φαίνεται νοσταλγική, γλυκιά και γεμάτη αγάπη.
Οι τρεις οικοδέσποινες, η καλόκαρδη Κέιτ (δεξιά), η Τζούλια που κάποτε είχε μια «αξιοπρεπή» φωνή, και η αγαπημένη τους ανιψιά (αριστερά) δέχονται τις ευχαριστίες των καλεσμένων τους.
Η ταινία τελειώνει με θλίψη, αλλά είναι μια από τις σπουδαίες ρομαντικές ταινίες, ειλικρινής στη λύπη και στην τρυφερότητά της. Ο Τζον Χιούστον, ο οποίος έζησε για χρόνια στην Ιρλανδία και μεγάλωσε την κόρη του Αντζέλικα εκεί μέχρι τα 16 της, ένιωθε μια ενστικτώδη συμπάθεια για την καλοσύνη με την οποία οι καλεσμένοι στο πάρτι των δύο ηλικιωμένων δεσποινίδων αδελφών δέχονταν ο ένας τη ζωή και τις αποτυχίες του άλλου. Όλοι έχουν χάσει τις ελπίδες τους και το ξέρουν. Ο Φρέντι Μάλινς είναι μεθυσμένος, αλλά καθώς τον βλέπουμε να κάθεται δίπλα στη μητέρα του, υποψιαζόμαστε ότι εκείνη τον ώθησε να επιδιώξει την ήττα. Η Μόλι Άιβορς υποστηρίζει την πλευρά των Ρεπουμπλικανών, σπεύδει νωρίς σε μια συνάντησή τους, όντας πεπεισμένη ότι τα προβλήματα έχουν πολιτικές λύσεις. Η θεία Τζούλια, η οποία ομολογεί ότι είχε μια αξιοπρεπή φωνή πριν από χρόνια, πείθεται να τραγουδήσει, και το κάνει, όχι πολύ καλά. Ο Φρέντυ σπεύδει να ξεσπάσει σε επαίνους για τη φωνή της που είναι τόσο υπερβολικοί, που τη ντροπιάζει μπροστά στους καλεσμένους της στο πάρτι, αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι η φωνή της Τζούλιας έχει πια «σπάσει», παρά τους επαίνους του μεθυσμένου Φρέντυ.
Η θεία Τζούλια λοιπόν με «κουρασμένα μάτια» και σπασμένη πια φωνή επιχειρεί στην ταινία να τραγουδήσει την άρια της Eλβίρας για κολορατούρα υψίφωνη «Son vergin vezzosa - Αγνή γοητεία» από τη 2η Σκηνή της Α’ Πράξης της όπερας του Βιντσέντσο Μπελίνι «Οι Πουριτανοί».
Εμείς θα ακούσουμε εδώ την ίδια άρια, ερμηνευμένη προ 60 ετών περίπου, στην πρωτότυπη γλώσσα (ιταλικά) από μια κορυφαία «Ντίβα της Φωνής», την Τζόαν Σάδερλαντ. Αν μπορέσετε να παραβλέψετε το παρωχημένο της εικόνας και την αφέλεια των παρακάτω στίχων από το λιμπρέτο της όπερας, θα διαπιστώσετε ότι το τελειότερο μουσικό όργανο είναι η ανθρώπινη φωνή.
Αh si. A, ναι.
Son vergin vezzosa in vesta di sposa; / Αγνή γοητεία μέσα απ’ το νυφικό μου,
son bianca ed umile qual giglio d'april, / λευκή και ταπεινή σαν κρίνο του Απρίλη,
ho chiome odorose cui cinser tue rose, / με πιασμένα τα τριαντάφυλλά σου στ’ αρωματισμένα μου μαλλιά
ho il seno gentile del tuo monil. / και το στήθος μου απαλό για να φορέσω το κολιέ σου.
Qual mattutina stella / Σαν πρωινό αστέρι
bella voglio brillar; / όμορφα θέλω να λάμψω.
del crin le moli anella / Στα μαλλιά μου βαρύ στόλισμα, σαν δαχτυλίδι,
mi giova ad aggraziar, / βοηθά χάρη να τους δώσει.
https://drive.google.com/file/d/1PyaxxzPKtrSJsHVENL9_qTdn5HZ3CUeY/view?usp=sharing
Και μια και μιλήσαμε για τους «Πουριτανούς», μου είναι αδύνατο να μην μοιραστώ μαζί σας την αγαπημένη μου άρια του ιταλικού «μπελ κάντο» για τενόρο: «A te o cara - Σε σένα, αγάπη μου» , από την 5η Σκηνή της Α’ Πράξης.
A te, o cara, amor talora / Σε σένα, αγάπη μου, μερικές φορές η αγάπη
Mi guido furtivo e in pianto; / μ’ οδηγεί σε κρυφά δάκρυα.
Or mi guida a te d'accanto / Τώρα όμως με οδηγεί στο πλάι σου
Tra la gioia e l' esultar. / σε χαρά και αγαλλίαση.
Al brillar di si bell'ora, / Στη λάμψη μιας τόσο όμορφης ώρας
Se rammento il mio tormento / να ξαναζώ το μαρτύριό μου
Si raddoppia il mio contento, / διπλασιάζει την ευτυχία μου
M'e piu caro il palpitar. / και κάνει πιο αγαπητό τον χτύπο της καρδιάς μου.
Επέλεξα την ερμηνεία του «εμπορικού» τενόρου Αντρέα Μποτσέλι. Το ζεστό χρώμα της φωνής του, κατά τη γνώμη μου, υπερβαίνει τους όποιους εμφανείς περιορισμούς της τεχνικής του.
https://drive.google.com/file/d/12xA7obzkFd-4Q0C1ZqjKADRaqsbpD2TY/view?usp=sharing
Κατόπιν, οι συνδαιτυμόνες της ταινίας, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, αναφέρουν τις προτιμήσεις τους για τους καλλιτέχνες της όπερας. Η καλόκαρδη θεία Κέιτ εκφράζει τον θαυμασμό της για την καθαρή φωνή του γλυκού, λυρικού Άγγλου τενόρου. Πρόκειται πράγματι για ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα που φανερώνεται στις πρωτόγονες ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής και φαίνεται πια να έχει εκλείψει. Από ηχογράφηση του 1929, ακούμε τον ελαφρύ “tenore di grazia” Χεντλ Νας να ερμηνεύει την άρια του Ντον Οτάβιο «Dalla sua pace - Από τη γαλήνη της» από την Α’ Πράξη της όπερας του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ «Ντον Τζιοβάνι».
Dalla sua pace la mia dipende; / Από τη γαλήνη της εξαρτάται κι η δική μου,
Quel che a lei piace vita mi rende, / αυτό που την ευχαριστεί μου δίνει ζωή,
Quel che le incresce morte mi da. / αυτό που τη στεναχωρεί με πληγώνει στην καρδιά.
S'ella sospira, sospiro anch'io; / Αν αναστενάζει, αναστενάζω μαζί της.
E mia quell'ira, quel pianto e mio; / Ο θυμός κι η λύπη της είναι και δικά μου,
E non ho bene, s'ella non l'ha. / και τη χαρά δεν μπορώ να νιώσω, αν δεν τη μοιραστώ μαζί της.
https://drive.google.com/file/d/1Rij97c_z6YWr6ru1vqdXhoM7zh9_3_pz/view?usp=sharing
Στο τέλος της μεγάλης βραδιάς, ο Γκάμπριελ (Ντόναλ Μακ Καν), ανιψιός της Τζούλιας και της Κέιτ, πρόκειται να φύγει με τη σύζυγό του, Γκρέτα (Αντζέλικα Χιούστον), για να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο όπου θα περάσουν τη νύχτα, πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους σε ένα μακρινό προάστιο του Δουβλίνου, το επόμενο πρωί. Όταν όμως τα πιάτα και τα ποτήρια αδειάσουν, οι χαρούμενες φωνές και τα τραγούδια σιγήσουν και οι τελευταίες αγκαλιές δοθούν, η ανάμνηση ενός αγαπημένου προσώπου από το παρελθόν της γυναίκας του Γκάμπριελ, της Γκρέτας, το οποίο δεν βρίσκεται πια στη ζωή, θα ρίξει μελαγχολική αυλαία στη νύχτα. Γιατί θα έρθει να υπενθυμίσει ότι ο θάνατος, έστω και προσωρινά απών, θα απλώνει πάντοτε τη σκιά του στις ζωές και τις τύχες των ανθρώπων και «το χιόνι θα πέφτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, θα πέφτει ανάλαφρα σαν ερχομός του οριστικού τέλους πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς».
Το σημείο καμπής λοιπόν έρχεται καθώς όλοι φεύγουν από τη βεγγέρα. Ο Γκάμπριελ έχει ήδη κατέβει τις σκάλες, όταν, επιτέλους, ακούγεται να τραγουδά ο διάσημος προσκεκλημένος τενόρος Μπάρτελ Ντ' Άρσι. Ο Γκάμπριελ σηκώνει το βλέμμα του και βλέπει μια φιγούρα να σταματάει για να ακούσει το τραγούδι στη σκάλα, και τελικά συνειδητοποιεί ότι είναι η γυναίκα του, η Γκρέτα. «Υπήρχε χάρη και μυστήριο στη στάση της σαν να ήταν κάποιο σύμβολο» και σκέφτεται ότι «αν ήταν ζωγράφος, θα τη ζωγράφιζε με αυτή τη στάση». Ο Τζον Χιούστον είναι "ζωγράφος" και το κάνει εκείνος. Το τραγούδι είναι το ίδιο μ' εκείνο που τραγουδούσε στην Γκρέτα ο Μάικλ Φιούρι, ο νεανικός της έρωτας, και ξυπνά στην Γκρέτα όλες τις σχετικές θλιβερές μνήμες της. Ετοιμαζόμενη λοιπόν να φύγει με τον σύζυγό της, Γκάμπριελ, η Γκρέτα στη σκάλα ακούει τον διάσημο τενόρο που μετείχε στη βεγγέρα, να τραγουδάει με παρόμοιο λυρικό ηχόχρωμα φωνής με αυτό που ακούσαμε μόλις προηγουμένως, το εξής λαϊκό ιρλανδέζικο τραγούδι:
https://drive.google.com/file/d/18O1l6pntEcx0eeFAjdbMd6uIr6KrZaF-/view?usp=sharing
Στον «Νεκρό», ο Τζόις και ο Χιούστον παρουσιάζουν την προσωπογραφία ενός ουσιαστικά αποτυχημένου της ζωής, του Γκάμπριελ. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος τον βλέπουμε σε διάφορα επεισόδια της ζωής του στα οποία διαγράφεται ο χαρακτήρας του, ένας χαρακτήρας για τον οποίο κάποια στιγμή αποκτά μια οδυνηρή αυτοσυνείδηση. Όλη η βεγγέρα ήταν ο πρόλογος στη μεταξύ του Γκάμπριελ και της Γκρέτας τελική σκηνή της ταινίας στο ξενοδοχείο. Η Γκρέτα, λοιπόν, διηγείται στον σύζυγό της, Γκάμπριελ, μια ιστορία που εκείνος δεν έχει ακούσει ποτέ, για ένα αγόρι που ήταν γλυκό μαζί της όταν ήταν 17 ετών, ένα αγόρι που ονομαζόταν Μάικλ Φιούρι και που πέθανε. Ήταν ένα άρρωστο αγόρι, που στάθηκε στη βροχή το βράδυ πριν εκείνη φύγει από την πόλη τους, το Γκάλγουεϊ, και πάει σε ένα μοναστήρι να συνεχίσει το σχολείο της. «Τον παρακάλεσα να πάει σπίτι αμέσως και του είπα ότι θα πεθάνει στη βροχή», θυμάται η Γκρέτα. «Αλλά ο Μάικλ είπε ότι δεν ήθελε να ζήσει». Όταν η Γκρέτα ήταν μόλις μια εβδομάδα στο σχολείο της μονής, ο Μάικλ πέθανε. «Από τι πέθανε τόσο νέος;» ρωτάει ο Γκάμπριελ. «Φυματίωση ήταν;» Εκείνη απαντά: «Νομίζω ότι πέθανε από εμένα». Στις τελευταίες του σελίδες, ο Τζόις μπαίνει στο μυαλό του Γκάμπριελ, ο οποίος σκέφτεται το νεκρό αγόρι, την πρώτη μεγάλη αγάπη της γυναίκας του, επίσης σκέφτεται πως εκείνος δεν έχει νιώσει ποτέ μια τέτοια αγάπη, σκέφτεται εκείνους που έχουν πεθάνει και για το πώς όλοι οι υπόλοιποι θα πεθάνουμε επίσης μαζί με τις αγάπες και τις επιθυμίες μας, τις ελπίδες και τις τύψεις μας, τα σχέδια και τα μυστικά μας, όλα θα γίνουν νεκρά. Το τέλος της ταινίας με τον εσωτερικό μονόλογο των σκέψεων του Γκάμπριελ, ενώ η γυναίκα του, έχοντας κλάψει, τώρα κοιμάται στο κρεβάτι τους, είναι συναρπαστικό. Ο ήρωάς μας νοιώθει την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής του, μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του κρύβει ένα τέτοιο μυστικό. Ένας άντρας, ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι την αγάπησε όταν και η ίδια ήταν μικρή, και αφέθηκε να πεθάνει όταν αυτή έφυγε μακριά του. Η αγάπη του Μάικλ ακολουθεί τη γυναίκα του, την Γκρέτα, ως εμμονή σε όλη της τη ζωή. Όταν το μαθαίνει ο Γκάμπριελ, βυθίζεται συγκλονισμένος σε σκέψεις: «Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γηρατειά». Υπάρχει μια γραμμή στην ιστορία που ούτε ο Χιούστον ούτε κανένας άλλος θα μπορούσε να βάλει σε μια ταινία, γιατί δεν είναι η σκέψη του Γκάμπριελ αλλά του Τζόις. Μας λέει ότι καθώς ο Γκάμπριελ βλέπει τη σύζυγό του που κοιμάται στο ξενοδοχείο, «ένα παράξενο, φιλικό «κρίμα» γι΄ αυτήν μπήκε στην ψυχή του». Αυτή είναι η φράση πάνω στην οποία κινείται όλη η ιστορία. Είναι παντρεμένος εδώ και χρόνια και νομίζει ότι την γνωρίζει, αλλά ξαφνικά βλέπει την Γκρέτα όχι ως τη σύζυγο, με τον νεανικό της έρωτα ή την κοινή τους ιστορία, αλλά ως έναν άλλο άνθρωπο, που θα είναι επίσης μόνη στο ταξίδι της προς τα δυτικά.
Ο Γκάμπριελ είναι μάρτυρας σε ό,τι συμβαίνει σε όλη την ταινία. Ένα πρώιμο πλάνο της ταινίας δείχνει το πίσω μέρος του κεφαλιού του σε σχέση με όλους στο δωμάτιο. Αργότερα, θα δει τη σύζυγό του, τελικά, ως το πρόσωπο που πραγματικά είναι και που ήταν πάντα. Και θα δει και τον εαυτό του, με τις φιλοδοξίες του ως δημοσιογράφου, την «λαμπρή» κατάσταση της οικογένειάς του και την περηφάνια των δύο ηλικιωμένων θείων του γι’ αυτόν, ως τελικά έναν ασήμαντο άνθρωπο που στηρίζεται σε ανάξια επιτεύγματα. Αυτές να ‘ναι οι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του Τζον Χιούστον, καθώς επέλεγε την τελευταία του ταινία και τη σκηνοθετούσε; Πώς όχι; Και αν όλα αυτά τα θλιβερά πράγματα ήταν αληθινά, τότε θα μπορούσε, τουλάχιστον, να τα μεταδώσει στους θεατές της ταινίας του με χάρη και ποίηση, σε μια ταινία τόσο ήσυχη και συγχωρητική όπως το χιόνι που πέφτει σε αυτήν.
https://drive.google.com/file/d/1tN_dLn-ZCQm13NA-O_9JgAQnwhtDsiOv/view?usp=sharing
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την ταινία μέσω του συνδέσμου:
https://drive.google.com/file/d/10wPy8lQ4gOTUfqGEEGVJ-vTWbwoY4yDP/view?usp=sharing
Για το τέλος, ας διαβάσουμε μαζί την τελευταία παράγραφο των «Δουβλινέζων» του Τζέιμς Τζόις:
«Μερικά ελαφρά χτυπήματα στο τζάμι τον έκαναν να γυρίσει προς το παράθυρο. Είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει. Παρακολουθούσε νυσταγμένα τις νιφάδες, ασημί και σκούρες, να πέφτουν λοξά στο φως της λάμπας. Είχε έρθει η ώρα να ξεκινήσει το ταξίδι του προς τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: το χιόνι ήταν παντού, σε όλη την Ιρλανδία. Έπεφτε σε κάθε μέρος της σκοτεινής κεντρικής πεδιάδας, στους άδενδρους λόφους, στο Bog of Allen και, πιο δυτικά, έπεφτε απαλά στα σκοτεινά άγρια κύματα του Shannon. Έπεφτε, επίσης, σε κάθε σημείο της μοναχικής αυλής της εκκλησιάς στον λόφο όπου βρισκόταν θαμμένος ο Μάικλ Φιούρι. Στρωνότανε χοντρό, παρασυρμένο στους στραβούς σταυρούς και στις ταφόπλακες, στα δόρατα της μικρής πύλης, στα άγονα αγκάθια. Η ψυχή του λιγοθυμούσε καθώς άκουγε να πέφτει το χιόνι σιγά-σιγά, να σκεπάζει το σύμπαν μαλακά, να σκεπάζει την Ιρλανδία... σαν να 'ταν αυτή η τελευταία ώρα, το χιόνι έπεφτε μαλακά, απάνω σε ζωντανούς και πεθαμένους…»