Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Μάθημα : Θεολογία & Πολιτισμός, Μεταπτυχιακό μάθημα Β΄ Εξαμήνου / ΠΜΣ "Ορθόδοξη Θεολογία"

Κωδικός : THEOL280

Σ025  -  Σταύρος Γιαγκάζογλου

Ενότητες - Μάθημα 3ο: Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού

Μάθημα 3ο: Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού

Σύνδεσμοι
Εκπομπή του ΑΘΗΝΑ 9,84, «Η Σχολή των Αθηνών», 14 Οκτωβρίου 2018, Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου μιλά για τη σχέση Ελληνισμού, Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού στην εκπομπή του ΑΘΗΝΑ 9,84, την οποία παρουσιάζει ο καθηγητής Θάνος Βερέμης

Εκπομπή του ΑΘΗΝΑ 9,84, «Η Σχολή των Αθηνών», 14 Οκτωβρίου 2018, Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου μιλά για τη σχέση Ελληνισμού, Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού στην εκπομπή του ΑΘΗΝΑ 9,84, την οποία παρουσιάζει ο καθηγητής Θάνος Βερέμης

Έγγραφα
«Με τον τρόπο της αλληγορίας. Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού», Ίνδικτος 15, σ. 275-281, Αθήνα 2001.
Η πρόσληψη και η χρήση της «αλληγορίας» από τους χριστιανούς ερμηνευτές της Αγίας Γραφής αποτέλεσε άλλο ένα καίριο σημείο της συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Στο άρθρο αυτό περιγράφεται η αλληγορία ως ερμηνευτική μέθοδος, την οποία χρησιμοποίησε η φιλοσοφική σκέψη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, προκειμένου να προσδώσει βαθύτερο νόημα στις μυθολογικές αφηγήσεις. Η υιοθέτηση της αλληγορικής φιλοσοφικής μεθόδου στην ερμηνεία αρχικά των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης από τον Φίλωνα και άλλους ελληνιστές Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας, θα αποτελέσει τον βασικό κρίκο που θα συνδέσει την αλληγορία με τους χριστιανούς ερμηνευτές. Ο πρώτος από τους χριστιανούς θεολόγους που ανέπτυξε και συστηματοποίησε την αλληγορική εξήγηση της Γραφής, αναμφίβολα, δεν ήταν άλλος από τον Ωριγένη. Κατ’ εξοχήν βιβλικός ερμηνευτής, ο Ωριγένης βλέπει τη Γραφή ως έναν ενιαίο ζωντανό οργανισμό από σώμα, ψυχή και πνεύμα, ο οποίος εμπεριέχει κατ’ αντιστοιχίαν και τριπλά νοήματα. Από το σημείο αυτό, όμως, αρχίζει και η εισαγωγή και η επίδραση του Μέσου Πλατωνισμού στην αλεξανδρινή ερμηνευτική παράδοση. Κατ’ επίδρασιν του Φίλωνος, ο Ωριγένης δέχεται ότι όλα τα χωρία των Γραφών εξ άπαντος ενέχουν συμβολικό νόημα, καθόσον η παρούσα ιστορία είναι απλώς ένα επεισόδιο, σύμβολο αισθητό μιας ουράνιας και υπερβατικής «ιστορίας» του απώτερου παρελθόντος. Η επίμονη αναζήτηση αλληγοριών στη Βίβλο αποβλέπει τελικώς στη στήριξη της ηθικής κάθαρσης και προόδου. Ο εκκλησιολογικός συμβολισμός των αγτιογραφικών κειμένων στην ερμηνευτική μέθοδο του Ωριγένη αντιστρέφεται σε ψυχολογική ατομική αλληγορία. Η βιβλική προοπτική της ιστορίας της σωτηρίας ως ετοιμασία, πρόγευση και πορεία για τη μέλλουσα ζωή της Βασιλείας διακινδυνεύει να θεωρηθεί αιών, να μετατραπεί σε ανιστορική και παγανιστική κοσμολογική προοπτική.
Έγγραφα
«Πλάτων ή Μωυσής ; Η θεωρία της λογοκλοπής», Σύναξη 69, σ. 41-48, Αθήνα 1999.
Η θεωρία της λογοκλοπής διατυπώθηκε από τους Αλεξανδρινούς Ιουδαίους λογίους κατά τον 2ο π.Χ. αι., στην προσπάθειά τους να διασώσουν τη θρησκευτική τους ιδιοπροσωπία και παράδοση έναντι της γοητείας του ελληνικού τρόπου σκέψεως και ζωής κατά την ελληνιστική περίοδο (Αριστόβουλος). Έτσι τα φιλοσοφικά δόγματα ανάγονται στην Παλαιά Διαθήκη ως αρχική πηγή από την οποία άντλησαν οι Έλληνες φιλόσοφοι (Φίλων). Πρόκειται για μία πρώιμη αντιπαράθεση του βιβλικού πνεύματος με την ελληνική νοοτροπία. Πίσω από τον συμβολικό αυτό ανταγωνισμό μεταξύ Μωυσή και Ομήρου ή Μωυσή και Πλάτωνα κρύβεται τελικά η αμοιβαία προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, η οποία θα εκφραστεί κυρίως με τους Απολογητές και τους Αλεξανδρινούς θεολόγους και κατόπιν πιο ώριμα από τους πατέρες του 4ου αι.
Έγγραφα
«Πρωτολογία και εσχατολογία. Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στην αλεξανδρινή παράδοση του Ωριγένη», Αναλόγιον 6, σσ. 117-128, Αθήνα – Κοζάνη 2003.
Για τον Ωριγένη είναι αυτονόητα απαραίτητη η φιλοσοφική σκέψη για τη θεμελίωση και έκφραση της χριστιανικής πίστεως. Η φιλοσοφία προάγει την πίστη σε γνώση, προκαλεί τελειότερη και καθαρότερη εποπτεία της αλήθειας. Κατά την περίοδο αυτή, καθώς τονίσθηκε στα προηγούμενα, όλα τα φιλοσοφικά συστήματα εκκινούν απο το ιδανικό της ηθικής. Ο φιλόσοφος είναι ένας ασκητής. Ο Ωριγένης, εγκολπώνεται την εξίσωση αυτή, γίνεται ένας πνευματικός καθοδηγητής και ως προς την πρακτική εξάσκηση των αρετών. Ο όρος «φιλοσοφία» εφαρμόζεται στόν Χριστιανισμό κατεξοχήν, ως τη «θεία» και «αληθή» φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον μας στη μελέτη αυτή εστιάζεται κυρίως στις κοσμολογικές αντιλήψεις του Ωριγένη. Ο πειρασμός που προέβαλε η ελληνική αντίληψη περί συναϊδιότητας Θεού και κόσμου είναι ιδιαίτερα υπαρκτή στο έργο του Αλεξανδρινού αυτού θεολόγου. Από τον Ωριγένη θα ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση στην ελληνική πατερική σκέψη, η οποία θα καταλήξει στη μεγαλειώδη σύνθεση του Μαξίμου Ομολογητή τον έβδομο αιώνα. Στην κοσμολογική αυτή θεώρηση του Ωριγένη, έκδηλες είναι οι επιδράσεις και η έμπνευση του Στωϊκισμού και του Μέσου Πλατωνισμού. Κατά τη στωϊκή αντίληψη, ο Λόγος εισχωρεί και διαπερνά σύνολο τον κόσμο, του οποίου οι ιδιαίτεροι λόγοι είναι μετοχές στον παγκόσμιο αυτό Λόγο. Πιστός στη στωϊκή σκέψη για την εγκατοίκηση του Λόγου μέσα σε όλους τους διακεκριμένους λόγους, ο Ωριγένης δεν αναγνωρίζει επαρκή διαφορά μεταξύ Λόγου και λογικών φύσεων, όπως το πράττει για τη σχέση μεταξύ Πατρός και Λόγου. Κατ’ επίδραση του Μέσου Πλατωνισμού, ο κόσμος αυτός των λόγων μεταφέρεται στην αιωνιότητα, σε μια σφαίρα προϋπάρξεως. Μεταξύ Θεού και των πολλαπλών κτιστών όντων είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο αυτό είναι ο Λόγος ως συνδετικός κρίκος του αγένητου και των γενητών. Είναι ο δεύτερος Θεός του Νουμηνίου. Ο κόσμος του Ωριγένη είναι ένας κόσμος στωϊκός κάτω απο έναν πλατωνικό ουρανό. Η ελληνίζουσα αυτή κοσμολογία, πάντως, δεν θεμελιώνεται μόνο στην αρχή της πρόνοιας του Θεού για τον κόσμο αλλά κυρίως και κατεξοχήν στην αρχή της ελευθερίας των κτισμάτων. Στο σημείο αυτό η κοσμολογία του Ωριγένη συνυφαίνεται με την ψυχολογία του. Το αδύνατο σημείο του Ωριγένη είναι η διδασκαλία του για τις διαδοχικές υπάρξεις. Τα πνεύματα πριν την αποκατάσταση γνωρίζουν πολλαπλές ενσαρκώσεις. Αν ως αποκατάσταση θεωρείται η επάνοδος στην καθαρή πνευματικότητα, τότε ο Ωριγένης, σαφώς, απομακρύνεται από την κοινή Παράδοση της Εκκλησίας. Ό,τι κατεδίκασε ως «αποκατάσταση» η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος δεν ήταν παρά η πλατωνική παραμόρφωση της βιβλικής και πατερικής εσχατολογίας, δηλαδή, η επάνοδος στην κατάσταση του καθαρού νού, οι διαδοχικές μετενσωματώσεις, η αέναη αστάθεια και η «ανακυκλική αποκατάσταση» και όχι η αποκατάσταση των πάντων εν Χριστώ.
Έγγραφα
Χριστιανισμός και Ελληνισμός: μια ιδιότυπη συνάντηση
Το πλαίσιο της συνάντησης Ελληνισμού και Χριστιανισμού παρουσιάζει από τη φύση του έντονα μιαν πολύπλοκη διάσταση όψεων και ερμηνευτικών προσεγγίσεων των δύο αυτών πολιτισμικών και ιστορικών μεγεθών. Και τούτο είναι ευεξήγητο, διότι αφορά την ιστορική προσέγγιση, σπουδή και ερμηνεία της πορείας της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο, το άνοιγμα, τον διάλογο και τις αλληλεπιδράσεις της με τον πολιτισμό και με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα σημαντικών περιόδων της Ιστορίας (Ρωμαϊκή περίοδος, Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ή Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, Νεότερα Χρόνια). Η διεπιστημονική και διαθεματική θεώρηση των σχέσεων Ελληνικής Φιλοσοφίας και Χριστιανισμού ως μεταπτυχιακού μαθήματος βρίσκεται στον θεολογικό πυρήνα της Εκκλησίας και της ορθόδοξης πολιτισμικής παράδοσης του Βυζαντίου. Παράλληλα, εμφανίζει σαφέστατα ένα υψηλό διεπιστημονικό και διαθεματικό ενδιαφέρον, αφού πρόκειται για τη συνάντηση δύο θεμελιωδών πολιτισμικών μεγεθών που διαμόρφωσαν με τη γόνιμη αντιπαράθεσή και τη σύνθεσή τους την ορθοδοξία και τον βυζαντινό πολιτισμό αλλά και την ιδιοπροσωπία της ελληνικής ταυτότητας ως τις μέρες μας. Συνάμα, η καθοριστική αυτή συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού διαμόρφωσε τις βάσεις για την ιδιαίτερη ανάπτυξη και διαφορετική πορεία του Χριστιανισμού στη Δυτική Ευρώπη μέσα από τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Προτεσταντισμού και επέδρασσε ευρύτερα στον ευρωπαϊκό και στον δυτικό πολιτισμό. Επισημαίνεται, πάντως, ότι συμβατικά και μόνο για τις ανάγκες μιας πρώτης παρουσίασης του πολύπλοκου αυτού ζητήματος, η χρήση των εννοιών τόσο του Ελληνισμού όσο και του Χριστιανισμού γίνεται σχηματοποιημένα κατά τρόπο ενιαίο, παρότι και τα δύο μεγέθη το καθένα ξεχωριστά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ρευμάτων και τάσεων.