Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

Κωδικός : MED2135

500800  -  Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.

Ιστολόγιο

«Ψίθυροι Σκόνης: Η Ποίηση του Χρόνου»

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025 - 10:28 π.μ.

- από τον χρήστη

 

Μπαίνεις σχεδόν διστακτικά, σαν να διαταράσσεις μια παλαιά σιωπή. Η καμπανούλα της εισόδου αντηχεί υπόκωφα, και μπροστά σου ανοίγεται ένας μικρόκοσμος βυθισμένος στο φως του λυκόφωτος — ένα παλαιοπωλείο. Ο αέρας είναι πυκνός, όχι από σκόνη μονάχα, αλλά από μνήμες. Ράφια φορτωμένα με πορσελάνες που τρίζουν ελαφρά στο πέρασμα, καθρέφτες θαμπωμένοι από το βλέμμα δεκαετιών, σερβίτσια με ξεθωριασμένα χείλη, και παλιά ρολόγια που έχουν πάψει να μετρούν — ή ίσως έχουν απλώς αποφασίσει να κρατήσουν τον χρόνο για τον εαυτό τους.

 

Και τότε, από μια γωνιά, εμφανίζεται ο παλαιοπώλης, ο κύριος Τάσος. Όχι βιαστικός, ούτε αδιάφορος. Σου χαμογελά απαλά, σαν να σε γνωρίζει ήδη. «Καλημέρα» σου λέει — μια γλυκιά καλημέρα γεμάτη χρόνο, όχι απλώς ημέρα. Μια καλημέρα που δεν ανήκει μόνο στο παρόν, αλλά μοιάζει να έχει ειπωθεί χιλιάδες φορές, κάθε φορά με την ίδια ήρεμη ευγένεια. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν μάθει να περιμένουν. Όχι για να πουλήσουν. Αλλά για να δουν ποιο αντικείμενο θα διαλέξει ποιον.

 

 

Ο κος Τάσος δεν σε καθοδηγεί. Δεν επεμβαίνει. Σου αφήνει χώρο να περιηγηθείς, να αγγίξεις, να κοιτάξεις, να ακούσεις. Ξέρει πως τα πράγματα έχουν τη δική τους φωνή, κι εκείνος είναι απλώς ο θεματοφύλακας — ένας σιωπηλός αφηγητής που παραδίδει ιστορίες δίχως να μιλήσει πολύ. Κάθε τόσο, ίσως να σου πει, σχεδόν ψιθυριστά: «Αυτό το ρολόι ανήκε σε έναν γιατρό στη Σύρο. Σταματούσε κάθε φορά που γεννιόταν παιδί στο σπίτι…».  Δεν ξέρεις αν είναι αλήθεια, αλλά κάτι μέσα σου ελπίζει να είναι. Κι εκείνος δεν επιμένει — δεν πουλά ιστορίες, τις προσφέρει. Καθώς μιλάμε, κάθε τόσο χτυπάει ο κούκος κάποιου από τα καμιά εικοσαριά επιτοίχια ρολόγια που έχει στον χώρο. «Βαράει όποτε θέλει», μου λέει, «όμως δεν κοίταξα ποτέ να το φτιάξω. Μου αρέσει γιατί έχει τη δική του προσωπικότητα». Κοιτώντας τριγύρω τον χώρο προσπαθώ να εστιάσω κάπου αλλά δυσκολεύομαι. Είναι τόσα πολλά τα αντικείμενα: συλλογές από κινέζικες πούδρες, βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, παλιά σαπούνια, κομβία ηλεκτρικών κωδώνων, μικροέπιπλα, παλιές ενδυμασίες, καπέλα.

 

 

Στο μικρό παλιατζίδικο, τα παλιά ψιθυρίζουνε — μα αν φυσήξεις τη σκόνη τους, σαν ασήμια γυαλίζουνε. Κάθε αντικείμενο είναι σαν να έχει κάτι να σου πει, αλλά δεν το φωνάζει· στο λέει με φθόγγους χαμηλούς, με ένα ράγισμα στη λάκα, με μια σκουριά που δεν είναι απώλεια αλλά υπογραφή. Οι αντίκες δεν είναι απλώς κομμάτια του παρελθόντος. Είναι φορείς της ίδιας της διάρκειας — όπως θα έλεγε ο Μπεργκσόν, ο χρόνος εδώ δεν είναι μια γραμμική διαδοχή, αλλά μια ποιότητα, ένας παλμός που στέκει και πάλλεται ακόμη. Το γραμμόφωνο που δεν λειτουργεί πια εξακολουθεί να αντηχεί σε φανταστικές ακροάσεις, και το μενταγιόν σε εκείνη τη θήκη σού ψιθυρίζει για κάποιο λαιμό που το στόλιζε κάποτε, χωρίς να στο δείχνει...

 

 

Περιδιαβαίνεις ανάμεσα σε αυτά τα αντικείμενα-φύλακες, και κάτι σε καθηλώνει: δεν είναι ούτε χρηστικά, ούτε σύγχρονα. Δεν ανήκουν πλήρως ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν. Βρίσκονται σε μια μεσοκατάσταση, μια «ύπαρξη σε αναμονή». Ο Χάιντεγκερ θα μιλούσε εδώ για το «ον προς θάνατον» — μια ύπαρξη που γνωρίζει τη φθορά αλλά δεν εξαντλείται σ’ αυτήν. Οι αντίκες έχουν υπερβεί τη χρηστικότητα και τώρα εκπέμπουν μια σιωπηλή, σχεδόν ιερή παρουσία. Είναι το μεταξύ, το μεταίχμιο, και σ’ αυτό ακριβώς το μεταίχμιο κατοικεί η δύναμή τους.

 

 

Το μάτι σου πέφτει σε ένα μπρούντζινο ρολόι με πράσινη πατίνα. Σκέφτεσαι: δεν είναι ελάττωμα αυτό το πράσινο — είναι το πέρασμα του χρόνου ως τέχνη. Η φθορά εδώ γίνεται αισθητική εμπειρία. Όπως στο ιαπωνικό wabi-sabi (βλ. αντίστοιχη ανάρτηση της 7ης 4. 2025 : https://tinyurl.com/3swyynzt), η ομορφιά αναδύεται από το ατελές, το φθαρμένο, το εφήμερο. Το κιτρίνισμα του χαρτιού σε μια παλιά επιστολή, η απαλή λείανση στο χερούλι ενός παλιού μπαούλου, δεν είναι παρακμή — είναι μνήμη. Είναι το άγγιγμα του χρόνου που δεν καταστρέφει, αλλά μεταμορφώνει.

 

 

Καθώς προχωράς, συνειδητοποιείς ότι σε κάθε ρωγμή, σε κάθε κλωστή, αναδύεται η ανάγκη του ανθρώπου να διασώσει — όχι τόσο το ίδιο το παρελθόν, όσο τη δυνατότητα να το αγγίζει ακόμη. Δεν γνωρίζεις ποια χείλη έπιναν από αυτή την πορσελάνινη κούπα, ούτε ποια χέρια έπλεκαν τη δαντέλα πάνω στο φορεματάκι. Κι όμως, όλα σε καλούν να φανταστείς. Να θυμηθείς κάτι που δεν έζησες, αλλά που σε αφορά βαθιά.

 

Γιατί όμως κάποιος να αγαπά τις αντίκες;

Ίσως επειδή είναι ένας τρόπος να αγαπά και τον χρόνο τον ίδιο, όχι σαν εχθρό, αλλά σαν συνοδοιπόρο. Να εκτιμά τη φθορά όχι ως φθορά, αλλά ως ιστορία. Όποιος αγαπά τις αντίκες, αγαπά το πολύτιμο για την ψυχή. Είναι αυτός που, σε έναν κόσμο που επιτάσσει το νέο, το γρήγορο, το αψεγάδιαστο, αντιστέκεται ήσυχα· μαθαίνει να διαβάζει τις σιωπές, να σέβεται τη διάρκεια, να αναγνωρίζει την ομορφιά όχι στην τελειότητα, αλλά στην επιμονή της ύπαρξης.

 

 

Να αγαπάς μια αντίκα σημαίνει να διαθέτεις το βλέμμα που διακρίνει κάτω από την επιφάνεια — να ακούς τον ψίθυρο του χρόνου μέσα από τη σκόνη και τη σκουριά. Σημαίνει να αναζητάς βάθος σε έναν κόσμο εμποτισμένο με επιφάνεια. Είναι μια πράξη οικειότητας με το παρελθόν, και ίσως —με έναν αδιόρατο τρόπο— και με το δικό σου μέλλον.

Η ανθρώπινη επιθυμία για διατήρηση των αντίκων είναι περισσότερο από νοσταλγία. Στον μεταθανάτιο βίο των πραγμάτων, η θνητότητα παύει να είναι τέλος — γίνεται αφήγηση χωρίς λέξεις. Όπως ο Προυστ με τη Μαντλέν του, έτσι κι εμείς, με ένα άγγιγμα σε μια ξύλινη λαβή, με μια ανάσα κοντά σε ένα φθαρμένο ύφασμα, εισχωρούμε σε έναν παλμό που, αν και παλιός, πάλλεται ακόμη.

 

 

Η σημερινή τεχνολογία μάς έχει προσφέρει δυνατότητες ανείπωτες — πληροφορία, ταχύτητα, πρόσβαση. Κι όμως, μέσα σ’ αυτόν τον ωκεανό προόδου, κάτι μέσα μας επιμένει να σταματά σε ένα σκονισμένο σερβίτσιο, σε μια σκαλιστή κορνίζα χωρίς φωτογραφία. Γιατί άραγε; Μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη μόνο να πηγαίνει μπροστά, αλλά και να αντέχει το παρελθόν του; Μήπως η πρόοδος δεν είναι μόνο ζήτημα ταχύτητας, αλλά και ρυθμού;

 

Να αγαπάς μια αντίκα δεν σημαίνει να αποστρέφεσαι το καινούργιο. Σημαίνει να αναγνωρίζεις πως και το παλιό υπήρξε κάποτε καινούργιο — και πως η αξία του δεν είναι στην ηλικία, αλλά στη διάρκειά του. Σημαίνει να αποδέχεσαι τον χρόνο όχι μόνο ως απώλεια, αλλά και ως συνοχή. Είναι να έχεις το βλέμμα που διακρίνει κάτω από την επιφάνεια· να βλέπεις πίσω από την ευκολία, να εμπιστεύεσαι το βάθος.

 

 

Έφτασε η ώρα που αποχωρείς από το παλαιοπωλείο και έχεις την αίσθηση πως δεν έχεις απλώς κοιτάξει αντικείμενα, αλλά έχεις συνομιλήσει με τον χρόνο. Οι αντίκες σού έμαθαν πως δεν είναι η φθορά τραγωδία — είναι χάρη. Δεν είναι η απώλεια το τέλος — είναι το υπόλοιπο της ύπαρξης που επιμένει. Ο χρόνος δεν χάνεται· μεταμορφώνεται.

Ο παλαιοπώλης σε κοιτά όπως στην αρχή — χωρίς απολογισμούς.  Σου λέει απλώς: «Να ‘σαι καλά. Να περνάς.» Μια ευχή απλή, χωρίς εποχή. Όπως τα πράγματα που διάλεξαν να μείνουν...

 

 

Σχόλια (2)

Χρήστης:Λάζαρης Ανδρέας
- από τον χρήστη

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025 - 6:04 μ.μ.

ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ "Παλαιοπωλείο": Πέρασα βερνίκι όλες μου τις μνήμες / κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές / πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες / κι έχω αφήσ' απ' έξω όλες τις πομπές. / Παλαιοπωλείο είν' οι μνήμες μας / καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή / έχουν μέσα φόδρα απ' τις λύπες μας / μα και για σφραγίδα άλλην εποχή. / Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις / έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά / έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις / έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά. / Έβαψα μ' ασβέστη θύμησες ποικίλες / έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά / άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες / κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά. / Από το "Παλαιοπωλείο Ασμάτων - Τραγούδια για πράγματα κι αισθήματα παλιά" (2013).
Χρήστης:Γιάνναρη Μαρία
- από τον χρήστη

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025 - 11:56 π.μ.

Ανατολή μας ταξίδεψες με την ανάρτησή σου. Ίσως το παλαιοπωλείο του κυρ Τάσου, και κάθε παλαιοπωλείο, να είναι η τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην ομοιομορφία της κατανάλωσης. Ένα από εκείνα τα σπάνια σημεία στον κόσμο, όπου τα αντικείμενα αντιστέκονται αθόρυβα στη φθορά του εφήμερου. Εκεί όπου τα αντικείμενα, έχοντας παραιτηθεί από τη χρηστικότητα, αποκτούν φωνή. Όχι κραυγαλέα, αλλά υπόγεια· σαν μνήμη που ανασαίνει, σαν παρουσία που δεν χρειάζεται εξηγήσεις, μόνο βλέμμα.