Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
Κωδικός : MED2135
500800 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΝ ΛΑΪΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΕΙΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΑΓΗΝΗΣ.
Θεόφιλος – Χατζημιχαήλ: Στο λημέρι του Κατσαντώνη.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (περί τα 1870 - 1934), o σπουδαίος λαϊκός αυτοδίδακτος ζωγράφος, φημίζεται για την απεικόνιση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, της Ιστορίας και θρησκευτικών παραστάσεων. Το έργο του χαρακτηρίζεται από απλότητα, ελευθερία σχεδίου και χρήση γήινων χρωμάτων.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης (1915 - 1984), ο «Θεόφιλος» της λαϊκής μας μουσικής, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα, «έβγαλε το ρεμπέτικο τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος».
Ο Μάνος Χατζιδάκις (1925 - 1994), κορυφαίος συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός, μαέστρος και πιανίστας, θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε μεταπολεμικά, με το θεωρητικό και συνθετικό έργο του, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση.
Η σχέση του Μάνου Χατζιδάκι με το ρεμπέτικο ήταν επαναστατική και θεμελιώδης, καθώς με την διάλεξή του το 1949 στο «Θέατρο Τέχνης» το υπεράσπισε ως τον "θεμέλιο λίθο" της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής, σε μια εποχή που η εξουσία το κυνηγούσε και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν. Ο Χατζιδάκις κατάφερε να αλλάξει την αντίληψη για το ρεμπέτικο, αναγνωρίζοντάς του την καλλιτεχνική αξία και τον ρόλο του στη διαμόρφωση της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς. Η διάλεξή του προκάλεσε αντιδράσεις.
Ιανουάριος του 1949. Ο πόλεμος έχει τελειώσει, αλλά η βαθιά τραυματισμένη ελληνική κοινωνία δεν μπορεί ακόμα να ζήσει μια ελεύθερη ζωή, ενώ σύγχρονο ελληνικό τραγούδι επιτρέπεται να είναι μόνο η εξελληνισμένη εκδοχή της δυτικής ελαφρότητας. Το ρεμπέτικο είναι κυνηγημένο από τη δεξιά και συκοφαντημένο από την αριστερά. Ωστόσο αρχίζει να ξεφεύγει από τα όρια του περιγύρου που το γέννησε και γίνεται όλο και πιο λαοφιλές. Πολλοί αστοί και διανοούμενοι το αντιμετωπίζουν περιφρονητικά. Μα όχι όλοι. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή και αυτό ακριβώς το περιβάλλον διαλέγει ένας τολμηρός νεαρός αστός για να δώσει μια διάλεξη που, όχι μόνο δικαιώνει το ρεμπέτικο ως «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική», αλλά και τολμά να εντοπίσει ως βασική πηγή του την «αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία» θεωρώντας το προέκταση του βυζαντινού μέλους. Το παραλληλίζει μάλιστα με την αρχαία τραγωδία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μουσικά με τον Μπαχ και στιχουργικά με τον Κορνάρο και τον Λόρκα. Μόλις 24χρονος τότε, ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει με παρρησία στο Θέατρο Τέχνης και έπειτα παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου που τραγουδούν στο έκπληκτο κοινό.
Ας δούμε, όμως, πώς ο ίδιος ο συνθέτης οδηγήθηκε σ’ αυτό το τόλμημά του. Το πρώτο ερέθισμα, όπως και στην ίδια τη διάλεξή του αποκαλύπτει, υπήρξε προσωπικό:
«Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ έναν φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ’ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» – καθώς την ονόμαζε μες στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους, καθώς και άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με τον ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι».
«Και στη μελωδία και στα λόγια και στον χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά της έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα, με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο;».
«Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις, μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σαν μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο».
Το 1970, η τραγουδίστρια Φλέρυ Νταντωνάκη (πραγματικό όνομα: Ελευθερία Παπαδαντωνάκη,1937 – 1998) γνωρίστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος, ακούγοντας τη φωνή της, εντυπωσιάστηκε· ηχογράφησαν στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη μια σειρά από κλασικά ρεμπέτικα των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη κ.ά. σε προσαρμογή για φωνή και πιάνο, που αποτελεί και την τρίτη και τελευταία εκδοχή της χατζιδακικής οπτικής στο ρεμπέτικο τραγούδι, διαφορετική από τις προηγούμενες: είχε ξεκινήσει με διασκευές για σόλο πιάνο ("Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές"), προχώρησε σε ορχηστρικές διασκευές ("Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη") και τώρα πλέον αποφάσισε να χρησιμοποιήσει και τον λόγο των ρεμπέτικων τραγουδιών.
Από τις παραπάνω ηχογραφήσεις, ακούμε δύο τραγούδια του Β. Τσιτσάνη με θέμα την ξενιτιά, προσφιλές θέμα της εποχής εκείνης και όχι μόνο ( βλ. και ανάρτηση https://tinyurl.com/4pap9v4p ) : «Θα πάω εκεί στην αραπιά» σε στίχους του ίδιου του Τσιτσάνη και «Κάποια μάνα αναστενάζει» σε στίχους Μπάμπη Μπακάλη.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1991, μέρος του συνόλου των εν λόγω ηχογραφήσεων κυκλοφόρησε ως δίσκος από τον «Σείριο» με τίτλο «Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα «Λειτουργικά» του Μάνου Χατζιδάκι». Στον δίσκο αυτό περιελήφθησαν τελικά 2 τραγούδια σε στίχους και μουσική του Β. Τσιτσάνη: τo «Χωρίσαμε ένα δειλινό» που ήδη έχουμε γνωρίσει από την πρώτη κιόλας άσκηση της τράπεζας θεμάτων του μαθήματός μας ( https://tinyurl.com/3kf8pym2 ) και το «Αντιλαλούνε τα βουνά» που ακούμε τώρα.
Η ερμηνεία της Φλέρυς Νταντωνάκη αναδεικνύει με αποκαλυπτική δύναμη την υπέρτατη γοητεία των αυθεντικών μελωδιών μ' έναν τρόπο σχεδόν τελετουργικό, εξού και ο τίτλος του δίσκου. Η φωνή της αληθινή, τεχνικά τέλεια και γήινα άμεση, ανεπανάληπτη ακόμα και όταν δοκιμάζει-αυτοσχεδιάζει.
Στίχοι των τριών τραγουδιών.pdf
Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025 - 5:10 μ.μ.